“……..Αράζουμε σε μια αμμουδερή, γεμάτη κοχύλια διαφόρων μεγεθών και χρωμάτων. Πηδάμε από το καΐκι στη στεριά και προχωράμε. Οι αλλαγές του τοπίου είναι φανταστικές. Σε κάθε στροφή του κεφαλιού σου αντικρίζεις μια άλλη εικόνα, έναν άλλο πίνακα μεγάλου ζωγράφου. Τα χρώματα της παρθένας άγριας φύσης εναλλάσσονται και μπερδεύονται μεταξύ τους, από το σκούρο πράσινο ως το στεγνό καφέ ενώ τα ξερά κλαδιά, που ξεφυτρώνουν ανάμεσά τους, ασπρισμένα από τον αέρα και την αρμύρα της θάλασσας, μου φτιάχνουν την ψυχολογία. Ο καϊκτσής, που έχει κατέβει μαζί μας, μας περιγράφει τα απάτητα σημεία. “’Κει παν’, στην καμπούρα της Βουβάλας ζάνε αγριοπερίστερα. Απ’ την άλλη μεριά κατά το νοτιά, φωλιάζουνε χελώνες και αφήνουνε τ’ αυγά τους στην καυτή άμμο. Κατά τον βοριά υπάρχει μια λίμνη συνέχεια με τη θάλασσα, που δεν την πιάνουν οι καιροί κι εκεί μπαίνουν τα ψάρια και γεννάνε. Κάτι σαν φυσικό διβάρι. Αν έχετε ώρα, κάνουμε μια βόλτα με το καΐκι και τα βλέπετε”.
-“Όχι, καλύτερα να πάμε, πως το ‘πες; Στην Κορωνησία, να βάλουμε κάτι στο στομάχι μας, και να δούμε αν εκεί μπορεί να μείνει και να φάει ο κόσμος μας, αν πρόκειται να γυριστεί εδώ ή ταινία”.
-“Εδώ, εδώ”, πετάγεται ο Δημόπουλος. “Θα γίνει μια δουλειά φανταστική. Σ’ το υπόσχομαι. Πουθενά δεν θα βρούμε καλύτερα. Θα ξεκινήσουμε κάπου στα μέσα Ιουλίου, που οι καιροί είναι σίγουροι”.
Τον ακούω και αναρωτιέμαι, με το “Αμόκ” στον Αμβρακικό κόλπο και το “Κάτι να καίει” στη Θεσσαλονίκη, πως διάολο θα είμαι κι εδώ, κι εκεί. Μοιάζει τελείως τρελό. Κρατάω το συλλογισμό μου για μένα, ελπίζοντας ότι αυτό το ψαρονήσι με τα λίγα σπιτάκια ίσως να μη μπορεί να καλύψει για ύπνο καμιά τριανταριά ανθρώπους. Να πηγαινοέρχονται στην Πρέβεζα, διαδρομές, ξενοδοχεία κτλ. το βρίσκω ασύμφορο.
Στην Κορωνησία και στο μοναδικό καφενείο-ταβερνάκι, μερικοί Κορωνησιώτες στα τραπεζάκια πίνουν τον καφέ τους, το ουζάκι τους και μας κοιτάνε σαν να πέσαμε από τον ουρανό. Τους χαιρετάμε.
-“Γειά σας”.
-“Καλώς τους, ξένοι από την Πρέβεζα για βόλτα;”
-“Ξένοι απ’ την Αθήνα”.
-“Μπα!”
Ο ταβερνιάρης μόλις μας είδε ετοιμάζει τραπεζάκι στη σκιά, ξεσκονίζει τις καρέκλες.
-“Ελάτε, καλώς τους, καθίστε”.
-“Καπετάνιο, υπάρχει κάτι να τσιμπήσουμε;”
-“Ψαράκι που μυρίζει θάλασσα’.
-“Εδώ όλα μυρίζουν θάλασσα, ακόμα και το χώμα. Ρίχ’τα στο τηγάνι κι έλα να σε ρωτήσουμε κάτι που θέλουμε να μας πεις”.
-“Αμέσως, έφτασε. Εσείς ρωτάτε, κι εγώ απαντάω. Μαρία, το τηγάνι στη φωτιά με λαδάκι από το μπουκάλι”.
Φέρνει τέσσερα ποτήρια, μια μισή με κρασί, ένα πιάτο χταποδάκι λιαστό και κάθεται.
-“Όσο να γίνουν τα ψαράκια ακούω”.
Του λέμε ποιοι είμαστε, τι δουλειά κάνουμε, γιατί ήρθαμε εδώ, κι ακόμα αν στα σπίτια υπάρχουν διαθέσιμα κρεββάτια να κοιμάται ο κόσμος κι αν μπορούν να τρώνε στο μαγαζί πρωί- μεσημέρι -βράδυ. Του λέμε πως το μεσημεριανό θα ‘ρχεται να το παίρνει σε πακέτα ο φίλος μας απ’ εδώ με το καΐκι του, επειδή θα δουλεύουμε απέναντι στη Βουβάλα. Σκέφτεται για λίγο.
-“Πολύς κόσμος;”
-“Καμιά τριανταριά, πάνω-κάτω”.
-“Από μάσα θα τα βολέψουμε. Για κρεββάτια, εκτός από τα τρία σε μένα, για τα υπόλοιπα να ρωτήσω”.
Σηκώνεται όρθιος κι απευθύνεται στις παρέες.
-“Παιδιά οι κύριοι από ‘δω είναι ηθοποιοί, θέλουν να κάνουν εδώ, στη Βουβάλα δηλαδή, κινηματογράφο και ζητάνε αν υπάρχουν κρεββάτια στο χωριό για να κοιμούνται, καμιά εικοσπενταριά δηλαδή, και με το αζημίωτο. Τί λέτε; Να πούμε ναι; Εγώ δίνω τρία”.
-“Κι εγώ δύο” φωνάζουν κάποιοι. “Εγώ ένα” ο άλλος. “Εγώ τρία” ο τρίτος και τελικά όλοι από κάποια μπορούν να διαθέσουν.
-“Έγινε, ελάτε εσείς και κανείς δεν θα κοιμηθεί στην καρέκλα”. Η ταβερνιάρισσα, μια γεμάτη γυναίκα με καλοσυνάτο πρόσωπο, φέρνει τα ψάρια, ο Δημόπουλος φοράει το ευτυχισμένο του χαμόγελο κι εγώ λέω από μέσα μου : “Γαμώτο”.
Ρεπεράζ Αθήνα – Πρέβεζα, Πρέβεζα με καΐκι στα μισά του Αμβρακικού κόλπου- Βουβάλα, Βουβάλα – Κορωνησία, Κορωνησία- Πρέβεζα και επιστροφή στην Αθήνα την ίδια μέρα δεν έχει ξαναγίνει, ή τουλάχιστον εμένα δεν μου έχει ξανατύχει. Τρέμω στη σκέψη μήπως χρειαστεί αυτό το σημερινό να ξανασυμβεί παράλληλα με τη Θεσσαλονίκη….” (συνεχίζεται) (Πηγή : Finos Film 1939 – 1977, Μάρκος Ζέρβας, Γιάννης Ζέρβας, Αθήνα, 2003)
Η ταινία, “Αμόκ” μεταγλωττίστηκε σε πολλές γλώσσες. Η ταινία παιζόταν στις αίθουσες στην Ιαπωνία επί δύο συνεχή χρόνια και στη Νέα Υόρκη, για 14 εβδομάδες. Στη φωτογραφία η αφίσα της ταινίας ΑΜΟΚ στην Ιαπωνία.