“…….Μέσα Ιουνίου φορτώνω ηθοποιούς για Κορωνησία, Φλωρέττα Ζάνα, Ζώρα Τσάπελη, Λευτέρη Βουρνά, Τάκη Εμμανουήλ, Σπύρο Καλογήρου, Δημήτρη Μπισλάνη, Άννα Βενέτη, Νίκη Τριανταφύλλου, Ζέτα Αποστόλου και καμιά δεκαριά κορίτσια, συνεργείο με διευθυντή φωτογραφίας τον Νίκο Καβουκίδη, μηχανές εικόνας – ήχου, γεννήτρια, φωτιστικά σώματα. Αφήνω αντικαταστάτη μου τον Παντελή Βούλγαρη. Πάω μαζί με το συνεργείο, τους εγκαθιστώ σε κάτι ετοιμόρροπα κρεββάτια με στρώματα από τζίβα και με τις σανίδες από κάτω να σου τρυπάνε τα πλευρά. Το πρωί στη γνωστή μας ταβέρνα για πρωινό, όλοι παραπονιούνται για την άσχημη νύχτα που περάσανε. Φωνάζουν όλοι μαζί κι εγώ κλείνω τα αυτιά μου, γιατί ξέρω τι λένε. Κι εγώ το ίδιο κοιμήθηκα, όπως κι αυτοί, ή και χειρότερα. Η σωστή λέξη είναι ξαγρύπνησα.
-“Παιδιά άδικα φωνάζετε. Οι πρώτες μια-δυο νύχτες είναι δύσκολες”.
Ο Τσαπέλης πετάγεται.
-“Μετά θα πάμε σε ξενοδοχείο;”
-“Όχι, θα συνηθίσετε”.
Όλοι πέφτουν απάνω μου και με καρπαζώνουν.
-“Σιγά, ρε παιδιά, δεν φταίω εγώ, ο Δημόπουλος”.
-“Ο Δημόπουλος;” Όλοι αφήνουν εμένα και γυρίζουν στον Ντίνο.
-“Ντινάκο”, λέει η Φλωρέττα, “έτσι είπαμε;”
-“Όχι, δεν είπαμε έτσι παιδιά. Εγώ σας υποσχέθηκα ότι θα σας κάνω ταινία τέχνης, δεν είπα που θα κοιμηθούμε. Εγώ μόνο σκη-νο-θέ-της είμαι. Αν δεν κάνω στο αποτέλεσμα ότι υποσχέθηκα, τότε βαράτε. Για όλα τ’ άλλα, η παραγωγή”. Και δείχνει εμένα.
-“Μάρκο, δεν μπορούμε να μένουμε στην Πρέβεζα;”
-“Όχι παιδιά, γιατί το πηγαινέλα στη Βουβάλα θέλει περισσότερο από δύο ώρες, και άμα θέλουμε τρεις με τέσσερις ώρες διαδρομές και φαγητό, θα μας βρει ο χειμώνας. Τώρα, ας μη χάνουμε καιρό. Μπείτε στο καΐκι να πάμε στον τόπο του γυρίσματος, κι εγώ θα δω τί θα κάνω με τα κρεββάτια σας”.
-“Ναι ρε φίλε. Κάν’το σε παρακαλούμε, γιατί αν δεν ξεκουραζόμαστε τη νύχτα στον ύπνο, τη μέρα στο γύρισμα θα είμαστε όχι λιώμα, αλλά λιωμένα σκατά”, λέει ο Λευτέρης ο Βουρνάς με βαμμένο κατάξανθο κεφάλι. Έτσι φαντάστηκε δεν ξέρω ποιος, τους Γερμανούς. Εγώ έφαγα μια κατοχή με το κουτάλι, που λένε, κι έναν Γερμανό τόσο ξανθό δεν είδα.
-“Το υπόσχομαι”. Λέω στον καϊκτσή να γυρίσει να με πάρει και ζητάω να κάνω ένα τηλεφώνημα στην Αθήνα. Ο ταβερνιάρης μου λέει ότι κατευθείαν Αθήνα από ‘δω δεν μπορούμε να πάρουμε.
-“Μη μου πεις”.
-“Σου λέω”.
-“Και δηλαδή, αυτό το καβουρντιστήρι εδώ τί το θέλετε;”
-“Μ’ αυτό παίρνουμε στην Πατουλιά το τηλεφωνικό κέντρο κι αυτοί παίρνουν Αθήνα και λένε την παραγγελία που θέλουμε. Μιλάνε με Αθήνα, μας παίρνουνε από το κέντρο και μας λένε τι είπε η Αθήνα”.
-“Μη μου πεις;”
– “Τόση ώρα τι κάνω, σου λέω, δεν σου λέω;”
-“Δηλαδή μιλάμε με ενδιάμεσο;”
-“Ναιιιι”.
-“Για να δούμε, για πάρε Πατουλιά”.
Σηκώνει το ακουστικό, γυρίζει τη μανιβέλα του μανιατό και αρχίζει να φωνάζει:
-“Έλα, έλα Πατουλιά, Πατουλιά, έλα ρε, που πήγατε, για καφέ ρε κωλόπαιδα; Έλα, έλα Πατουλιά, εδώ Κορωνησία ρε. Ρεεεε, που είσαστε ρεεεεε;” Κλείνει θυμωμένος.
-‘Τίποτα. Την κοπανήσανε τα γομάρια, θα τους ξανακαλέσω αργότερα και θα τ’ ακούσουνε απ’ την καλή, γαμώ το σπίτι τους”.
Κατάλαβα. Εξοριστήκαμε για τα καλά. Βγαίνω έξω, το καΐκι ούτε που φαίνεται και η ώρα είναι δέκα. Ρωτάω :
-“Τί θα τους ταΐσουμε το μεσημέρι;”
-“Ψάρια” ακούω.
-“Άσε τα ψάρια. Κιμά έχεις;”
-“Μαρίαααα, έχουμε κιμά για τριάντα ανθρώπους;”
-“Έχουμε”, ακούγεται από το βάθος.
-“Έχουμε”.
-“Κάντε κεφτέδες. Τυρί, ψωμί, ντομάτες έχετε;”
-“Μαρίαααα τυρί, ψωμί, ντομάτες έχουμε;”
-“Θα βρω”, ξανακούγεται η Μαρία.
-“Θα βρει”.
-“Ωραία. Εγώ θα πεταχτώ ως την Πρέβεζα, και στη μία και μισή το μεσημέρι επιστρέφω και παίρνω το φαγητό. Εντάξει;”
-“Όπως το ‘πε η Μαρία”….” (συνεχίζεται….) (Πηγή : Finos Film 1939 – 1977, Μάρκος Ζέρβας, Γιάννης Ζέρβας, Αθήνα, 2003)
Μπορείτε να δείτε περισσότερες φωτογραφίες από την ταινία στο λινκ της imdb