“…..Στην Πρέβεζα βρέθηκαν μερικά στρωματάκια, κάποια μαξιλάρια, ίσα-ίσα για τους δύσκολους. Με τη βοήθεια του φαρμακοποιού πήρα και κάποια φάρμακα για μια στιγμή ανάγκης.
Στη Βουβάλα, μόλις φτάνουμε, κάνουν διάλειμμα για να φάνε τους κεφτέδες όσο γίνεται ζεστούς, γιατί αργότερα θα ήταν κατάλληλοι για πετροπόλεμο. Από την πρώτη μέρα γυρίσματος ο Δημόπουλος είναι ευχαριστημένος. Επιστροφή στην έδρα μας κι εγώ συνεχίζω με το καίκι για την Πρέβεζα. Συνεννοούμαι με το ΚΤΕΛ για τις αποστολές του νεγκατίφ, τηλεφωνώ στη Φίνος, πώς, από πού κι από ποιόν θα παραλάβουν τα νεγκατίφ και πως να στέλνουν την απάντηση μαζί με αναλυτική επιστολή και με τον ίδιο τρόπο , αφού η τηλεφωνική επικοινωνία δεν είναι δυνατή. Συνεννοούμαι με τον καϊκτσή για τις 6 το πρωί. Και μόνος σε μια ξένη πόλη, περιδιαβαίνω τα δρομάκια της να την γνωρίσω………
Στην Κορωνησία όλοι έχουν βολευτεί, οι διαμαρτυρίες, οι γκρίνιες έχουν σταματήσει, ο εστιάτορας με την κυρία Μαρία έχουν οργανωθεί. Στη Βουβάλα το γύρισμα της ταινίας προχωράει, ο Δημόπουλος αποδίδει όλη την ευαισθησία του στις σκηνές, το συνεργείο ακούραστο εκτελεί κάθε επιθυμία του, ο Καβουκίδης ζωγραφίζει με το φακό της μηχανής του κάθε εικόνα, από το εργαστήριο οι απαντήσεις έρχονται ενθουσιώδεις. ‘Έχουμε μπει στις πρώτες μέρες του Αυγούστου κι εγώ έπρεπε να βρίσκομαι στην Αθήνα…….
Όσο γυρίζονται τα εσωτερικά του «Κάτι να καίει», κάνω ένα ταξίδι αστραπή στη Βουβάλα, τους λέω τα νέα της Αθήνας κι ότι είδα μια φανταστική κόπια εργασίας. Ενθουσιάζονται, φιλάνε τον Δημόπουλο, τον Καβουκίδη. Μου λένε τα δικά τους για το πως περνάνε, ο Δημόπουλος μου περιγράφει τη σκηνή του θαψίματος της Τριανταφύλλου, βλέπω τσιρότα στον ώμο της Ζέτας, ρωτάω τι έγινε και μαθαίνω ότι την δάγκωσε ο Μπισλάνης ένα πρωί στο καΐκι πηγαίνοντας στο γύρισμα.
-“Γιατί αυτό ρε Δημήτρη; Τί σου έκανε το κορίτσι;”
-“Τον πειράξανε οι φουσκοδεντριές” λέει η Ζέτα γελώντας. “Τι να ; Άμα έχουμε σερνικά σαν τον Δημήτρη, να περιμένουμε τα χειρότερα”. Το απόγευμα, μετά το γύρισμα παίρνω τα αρνητικά και πίσω στην Αθήνα……
Το «Κάτι να καίει» και το «Αμόκ» τελειώνουν, μαζί και το 1963. Εδώ για όσους δεν ξέρουν ή δεν θυμούνται, μια πληροφορία : το «Αμόκ», αυτή η ομολογουμένως εξαιρετική ταινία τέχνης, στο ελληνικό κοινό δεν είχε καμιά εμπορική επιτυχία. Ο Φίνος για να την ξεφορτωθεί την πούλησε σε ευτελές ποσό σε κάποιον ξένο πράκτορα, και απ’ ότι μάθαμε, παιζόταν στην Ιαπωνία επί δύο συνεχή χρόνια.” (Πηγή : Finos Film 1939 – 1977, Μάρκος Ζέρβας, Γιάννης Ζέρβας, Αθήνα, 2003)
Στη φωτογραφία “Σκηνή από την ταινία”.