ΣΚΗΝΕΣ ΑΠΟ ΤΟΝ  ΠΟΛΕΜΟ ΤΩΝ ΤΡΙΑΝΤΑ ΗΜΕΡΩΝ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΤΟΥΡΚΙΑ  του HENRY W. NEVINSON, 1898 (9η συνέχεια – Η κατάσταση στην Άρτα είναι απελπιστική) 

“……Την Κυριακή το ελληνικό πυροβολικό είχε αντικατασταθεί στη θέση, στο λόφο πάνω από την πόλη. Αρχίσαμε να μιλάμε για άμυνα και ακούγαμε με ανυπομονησία τις αόριστες φήμες για επιτυχία στη Θεσσαλία, που πρέπει να οφείλονταν στην πρώτη μάχη στο Βελεστίνο, όταν ο Σμολένσκι απέδειξε τι μπορεί να κάνει ένας πραγματικός στρατιώτης με τους Έλληνες. Αλλά στην πραγματικότητα όλα τα νέα σταμάτησαν να έρχονται και από την πλευρά μας δεν μας επιτρεπόταν να τηλεγραφούμε ή ακόμη και να καταχωρούμε επιστολές. Για να ελέγξουν τις ειδήσεις  για τις καταστροφές, οι αρχές κράτησαν όλες τις επιστολές στο γραφείο για δέκα ημέρες, και τα τηλεγραφήματα μου επιστράφηκαν, όλα σε μια δέσμη, μετά από  διάστημα μιας εβδομάδας. Αν και η θέση μας φαινόταν να μην είναι χειρότερη από την αρχή του πολέμου, οι άντρες μας είχαν χάσει το ηθικό τους  και ήταν εντελώς αποθαρρημένοι από την ανησυχία και την αδράνεια. Ξάπλωναν στα χαρακώματα μέρα και νύχτα, χωρίς να κάνουν τίποτα άλλο παρά να βρίζουν τους αξιωματικούς τους ή να ξεγυμνώνονται στη μάταιη προσπάθεια να διώξουν τα έντομα που τους έπιναν το αίμα. Συχνά έβρεχε δυνατά, ειδικά τη νύχτα, και ξυπνούσαν δύσκαμπτοι και άρρωστοι από την υγρασία. Ήταν, επίσης, κουρασμένοι από τις πορείες και τις αντεπιδρομές πάνω-κάτω στις γραμμές, και τα νεύρα τους ήταν συνέχεια τεντωμένα  από τις φήμες για τουρκικές επιθέσεις. Πολλοί ανακοίνωσαν ανοιχτά την πρόθεσή τους να μην δεχτούν ξανά να πολεμήσουν. Από κάθε πλευρά άκουγε κανείς τα λόγια: «Προδοθήκαμε»—η  δικαιολογία των ηττημένων για να ζητήσουν συγνώμη. Όταν ήταν εκτός υπηρεσίας, οι άντρες έμπαιναν στα μεγάλα ερημικά σπίτια δίπλα στο ποτάμι για να κοιμηθούν ή περιπλανιόταν  με τις τσαλακωμένες στολές τους  στους δρόμους και στους λόφους, αναζητώντας λίγο κρασί ή κάτι να φάνε.

Εν τω μεταξύ, η κατάσταση στην πόλη και την εξοχή γύρω από αυτήν όλο και χειροτέρευε κάθε μέρα που περνούσε. Οι λίγοι που είχαν την οικονομική δυνατότητα να δραπετεύσουν είχαν φύγει, ταξιδεύοντας προς τα νότια πάνω σε κάθε είδους ρόδες που μπορούσαν να κυλήσουν. Έμειναν μόνο οι στρατιώτες και οι φτωχοί, αλλά μέσα στην ίδια την πόλη, υποθέτω ότι πρέπει να  αριθμούσαν περίπου 20.000 ψυχές. Υπήρχε άφθονο κρέας για φαγητό. Θα μπορούσε κάποιος να αγοράσει ένα μεγάλο αρνί με ένα σελίνι και μια κότα με έξι πένες. Οι βοσκοί πουλούσαν τα ζώα τους με οποιοδήποτε τίμημα, γιατί οι στρατιώτες λεηλατούσαν τα κοπάδια τους ανελέητα. Αλλά το ψωμί ήταν πολύ λιγοστό, και μεγάλα πλήθη ανθρώπων περίμεναν, φωνάζοντας έξω από τους φούρνους των αρτοποιών. Το αλάτι είχε τελειώσει. Δεν υπήρχε κανένα φρούτο ούτε λαχανικό οποιουδήποτε είδους, και πολύ λίγο νερό να πιει κανείς εκτός από το θολό νερό του ποταμού και μερικά λιμνάζοντα πηγάδια. Κατά τη διάρκεια της συντριβής και τον τρόμο της υποχώρησης εκατοντάδες αιγοπρόβατα πέθαναν, ή σπρώχτηκαν στα χαντάκια και πνίγηκαν. Το σώματά τους κείτονταν πρησμένα κατά μήκος του δρόμου πέρα από τη γέφυρα, και για μια ή δύο μέρες δεκάδες γυναίκες ασχολούνταν με το να μαδάν το μαλλί  από τα ψόφια ζώα για μελλοντική χρήση. Αλλά αυτή η δουλειά σταμάτησε σύντομα. Σε όλη την πόλη η μυρωδιά της  σήψης και του πλήθους που συνωστίζονταν  ανακατεύονταν με το άρωμα από τα  άνθη των πορτοκαλιών στα περιβόλια, ένα άρωμα που  δεν θα μπορέσω  ποτέ να τολμήσω να μυρίσω  ξανά σε γάμο. Έμοιαζε  σαν ένας λοιμός, μια ανταρσία ή μια σφαγή να ήταν τα μόνα πράγματα που θα μπορούσαν ενδεχομένως να συμβούν τώρα.

Από την άλλη, η συμπεριφορά των αγροτών προσφύγων ήταν και ενθαρρυντική και αξιολύπητη. Αναρίθμητες οικογένειες είχαν, όπως είπα, καταλύσει  στους επίπεδους πορτοκαλόκηπους ανάμεσα στη γέφυρα και την πόλη, και βολεύτηκαν σαν στο σπίτι τους, συγκεντρωμένοι κάτω από τη μικρή σκιά του κάθε δέντρου, σε δυσδιάκριτες ομάδες αποτελούμενες  από μωρά, αρνιά, κατσίκια και μητέρες , όλοι μαζεμένοι με χαρούμενη οικογενειακή αίσθηση. Αναρίθμητοι άλλοι είχαν περιπλανηθεί προς τα κάτω στο ποτάμι, ή πολύ μακρύτερα, κατά μήκος του κεντρικού δρόμου, και είχαν στήσει τα μικροσκοπικά στρατόπεδά τους κάτω από ελιές, ή στους βράχους του βουνού, όπου οι κατσίκες μπορούσαν να βρουν βοσκότοπο, ενώ οι αγελάδες και τα άλογα έβοσκαν χαλαρά ανάμεσα στις  καλλιέργειες καλαμποκιού . Είδα πολλά από αυτά, επειδή δύο φορές την ημέρα έπρεπε να πηγαίνω  τα δικά μου άλογα στο καλαμπόκι για να φάνε μια και δεν επρόκειτο να αγοράσω ζωοτροφές. Μέχρι το μεσημέρι μετά την υποχώρηση, παρατήρησα ότι οι γυναίκες είχαν μαζέψει καύσιμα και, όπως σε ένα στενόχωρο πικνίκ, μικρές στήλες καπνού υψώνονταν από περίεργες πρόχειρες εστίες.

Το βράδυ τους είδα να κοπανούν  τα κουρέλια τους στα νερά των χαντακιών, να τα στύβουν και να τα απλώνουν ή να λικνίζουν τις κούνιες με τα μωρά κάτω από τα αστέρια. Όλα έμοιαζαν το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο. Μέσα από τον κίνδυνο και την ανατροπή, ο μικρός κύκλος της ζωής έπρεπε να συνεχιστεί. Μερικές φορές οι γυναίκες έκλαιγαν ήσυχα μόνες τους, όταν τα σχοινιά απ’ το ζαλίκωμα  τους έκοβαν το στήθος καθώς προχωρούσαν, αλλά ποτέ δεν τις άκουσα να παραπονιούνται. Αν μπορούσαν να κρατήσουν την οικογένεια και τα συντρίμια απ’ το νοικοκυριό  τους κοντά τους, ήταν αρκετά ικανοποιημένες. Όταν πολεμάς τον Τούρκο, όλα αυτά τα πράγματα είναι αναπόφευκτο μέρος της επιχείρησης. Ακούσαμε τόσα πολλά για τις   τουρκικές θηριωδίες και για πολλά για κατακρεουργημένα  χωριά βόρεια της Πρέβεζας και για τις γυναίκες της Καμαρίνας, που έπεσαν μόνες τους  στους  γκρεμούς για να μην τις πάρουν αιχμάλωτες οι Τούρκοι! Ήταν αδύνατο βέβαια να γνωρίζουμε αν τέτοιες ιστορίες ήταν αληθινές. Αλλά δεν χρειαζόταν άλλα στοιχεία για τη φύση του Τούρκου, από τη συμπεριφορά εκείνων των προσφύγων που προσπαθούσαν να ξεφύγουν από την εκδίκησή του με τη φυγή τους. Δείχνει τι περίμεναν και οι άνθρωποι δεν αυτοκαταστρέφονται για το τίποτα και χωρίς λόγο.

Όσο αφορά εμένα, διωγμένος από την πόλη από τα  έντομα και τη μυρωδιά, ζούσα στα χωράφια  σε κάποια εγκαταλελειμμένη  σκηνή, που οι χωρικοί δεν είχαν την τύχη να ανακαλύψουν. Μετά από λίγες μέρες, διαπιστώνοντας ότι ούτε γράμματα ούτε τηλεγραφήματα έφευγαν από την Άρτα, πήρα το δρόμο προς τα νότια για να φτάσω στο πόστο της Πάτρας. Δεν θα ξεχάσω τη χαρά αυτών των σύντομων διακοπών – ο δροσερός γλυκός άνεμος που φυσούσε από νοτιοδυτικά τις αρχές του Μαΐου όταν ξεκινήσαμε, τα νερά του κόλπου που πιτσίλιζαν τα πόδια μας σε μια ξαφνική στροφή του δρόμου, η όψη των βουνών πέρα από το νερό, που έλαμπε από τον  ήλιο και τις ανοιξιάτικες βροχές , σχεδόν σαν τους βρετανικούς λόφους!  Ο Καραβασέρας, ένα όμορφο γαλανόλευκο χωριό στο τέλος ενός κολπίσκου ή μιας λίμνης, ήταν τότε η νοσοκομειακή βάση του στρατού και σε ένα από τα νοσοκομεία ήταν τρεις Αγγλίδες νοσοκόμες, οι οποίες με υποδέχθηκαν θερμά σε μια πτέρυγα του νοσοκομείου, και μου έδειξαν τα θαύματα ανάμεσα στους τραυματίες – τον άνδρα που πυροβολήθηκε εγκάρσια και από τους δύο γοφούς στη γέφυρα της Άρτας, και ένιωθε μόνο πόνο κάτω από το δεξί του γόνατο. Ή τον  άλλο, που είχε δεχθεί στο στόμα του μια σφαίρα που πέρασε στο πάνω μέρος της ωμοπλάτης. Κι έναν από τους Ατάκτους που πυροβολήθηκε και στα δύο σαγόνια εκείνη την ημέρα που κρατούσαμε με πείσμα την κορυφή του βουνού. Και ένα αγόρι του οποίου το μάγουλο είχε κοπεί από τη μύτη μέχρι το αυτί από μια σφαίρα στα Πέντε Πηγάδια.

Πολλοί Τούρκοι ήταν εκεί επίσης, που βρέθηκαν σε εγκαταλελειμμένα τουρκικά νοσοκομεία ή αιχμάλωτοι στο πεδίο της μάχης. Τους διαπερνούσε όλους  μια ιδιόμορφη άπιστη μυρωδιά, που οι Έλληνες πιστεύουν ότι προέρχεται από την ανάγκη τους για το ιερό λάδι στο βάπτισμα. Όλοι πάσχιζαν να σηκωθούν όταν μπήκα, χαιρετώντας με βάζοντας τα χέρια τους στην καρδιά, στο στόμα και στα μέτωπά τους. Εκτός από το ότι οι νοσοκόμες δυσκολεύονταν πολύ να τους παρακινήσουν να πιούν νερό, το οποίο υποτίθεται ότι ήταν  δηλητηριασμένο, ήταν καλοί ασθενείς, ξάπλωναν τελείως ακίνητοι και δεν ζητούσαν ποτέ τίποτα. Ακόμη κι όταν υπέφεραν τρομακτικά, είχαν το ίδιο βουβό και ακίνητο βλέμμα. Έμοιαζε με το βλέμμα κάποιου απόκοσμου άγριου ζώου, αρκετά απάνθρωπο και χωρίς συναισθήματα, ένα περίπλοκο μείγμα ξαφνιάσματος, τρόμου και μίσους. Οι Έλληνες ήταν επίσης καλοί ασθενείς, υπέφεραν τον ακραίο πόνο με μια στωική αντοχή μάλλον εκπληκτική για έναν τόσο συναισθηματικό και εκφραστικό λαό. Νομίζω ότι επισκέφτηκα κάθε νοσοκομείο της Ηπείρου και μετά στην Αθήνα, και πουθενά δεν διέφεραν οι μαρτυρίες, τόσο ως προς αυτή την αυτοσυγκράτηση όσο και ως προς την ετοιμότητα με την οποία επουλώνονταν  οι πληγές σε σώματα αγνά από την υπαίθρια ζωή και εντελώς ελεύθερα από  αλκοόλ. Αλλά για μένα ένα  θαύμα ακόμη μεγαλύτερο από τους τραυματίες ήταν η παρουσία των Άγγλων νοσοκόμων μας σε τέτοιο περιβάλλον.

Προσπάθησα να φανταστώ την αίσθηση της απορίας και της αντίθεσης στο μυαλό ενός Τούρκου ή κάποιου αγρότη Έλληνα από τα χωράφια, καθώς έβλεπε εκείνες τις ξανθιές γυναίκες να κυκλοφορούν τόσο ελεύθερες και χωρίς συστολή με τα καθαρά καπέλα και τα μπλε φορέματα και τους φαρδιούς λευκούς γιακάδες τους, τους μεγάλους κόκκινους σταυρούς και όλα αυτά, και μετά θυμόνταν  το δικό του φτωχό νοικοκυριό στο σπίτι με τα κουρέλια και τη βρωμιά και τη δουλοπρέπειά του. Μετά από ό,τι κι εγώ ο ίδιος’ είχα δει, εκείνο το νοσοκομείο του Μικρού Ερυθρού Σταυρού έμοιαζε με  ένα νεραϊδοπαλάτι, τόσο πεντακάθαρο και όμορφο. Ωστόσο οι ίδιες οι νοσοκόμες δεν ήταν ικανοποιημένες. Τι  κάνετε με τους ασθενείς (ρώτησαν ευγενικά) που αντιτίθενται βίαια στο να στρώνουν τα κρεβάτια τους ή να τακτοποιούν τα ρούχα τους και που συνήθως στο σπίτι τους κοιμούνται χωρίς να γδυθούν; Όσον αφορά το πλύσιμο, έστω τουλάχιστον  στα πόδια των ασθενών, όλες αυτές οι ιδέες έπρεπε να εγκαταλειφθούν, εν μέρει λόγω εθνικής προκατάληψης και  εν μέρει, νομίζω, για άλλους λόγους.

Δύο μέρες αργότερα, με την αίσθηση της απόδρασης από μια σπηλιά στο φως της ημέρας, βγήκα από την Ακαρνανία και την Αιτωλία στην ηλιοφάνεια του Κορινθιακού κόλπου, και ξανακοίταξα την Πάτρα να λιάζεται στη μεσημεριανή ζέστη κάτω από τη χιονισμένη βουνοκορφή  του Ερύμανθου…..”  (Πηγή : SCENES IN THE THIRTY DAYS WAR BETWEEN GREECE & TURKEY –  1897, BY HENRY W. NEVINSON, London, J. M. DENT & CO. 29 and 30 BEDFORD STREET, W.C., 1898 – Μετάφραση Α. Καρρά)

Χάρτης που δείχνει την προέλαση του Ελληνικού Στρατού στην Νικόπολη και Πρέβεζα, καθώς και το κείμενο που το συνοδεύει από την εφημερίδα The San Francisco Call, της 15ης Μαίου 1897.

Δημοσιεύθηκε στην Ο Ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *