ΣΚΗΝΕΣ ΑΠΟ ΤΟΝ  ΠΟΛΕΜΟ ΤΩΝ ΤΡΙΑΝΤΑ ΗΜΕΡΩΝ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΤΟΥΡΚΙΑ  του HENRY W. NEVINSON, 1898 (6ο – Οι πρώτες αναφορές για την ήττα)

Ήταν μια μεγάλη παρέα, σχεδόν διακόσιοι άντρες νομίζω, σκορπισμένοι κατά μήκος της μικρής κορυφογραμμής σε ομάδες. Μερικοί από αυτούς με κοίταξαν με φιλικό ενδιαφέρον. Ένας κοντός υπολοχαγός, που έδινε το σύνθημα  για βολές στο τμήμα μας, μου φώναξε σε πολύ άσχημα γαλλικά να πάω πίσω, «γιατί υπήρχε………». Ξέχασε τα γαλλικά του για τον «κίνδυνο», και εγώ του  πρότεινα την αρχαία ελληνική λέξη. Αυτή ήταν και η σωστή, και ένιωσα μια κάποια ευχαρίστηση που είχα θυμηθεί την προφορά. Όλοι οι άντρες χαμογέλασαν, και με θάρρος, πλησίασα τον υπολοχαγό, κοίταξα  τον ουρανό και είπα στα γαλλικά πως φοβόμουν ότι θα βρέξει. Δανείστηκε τα κιάλια  μου και μετά διέταξε τους άντρες του να προσαρμόσουν την όρασή τους. Στάθηκα στο πλευρό του και κοίταξα με ανυπομονησία το κομμάτι του δρόμου που είχε ανοίξει τώρα μπροστά μου. Υπήρχε μια μικρή κατηφόρα, μετά το έδαφος ανέβαινε ξανά σε μια παρόμοια κορυφογραμμή λίγο ψηλότερα από τη δική μας,  περίπου 500 γιάρδες μακριά ή κάτι λιγότερο.

Μόλις την κοίταξα, μια μακριά σειρά από μικρά γκρι σύννεφα καπνού έσκασε από την άκρη της, και ακριβώς την ίδια στιγμή ο αέρας γύρω μας ούρλιαξε και σφύριξε. Οι βράχοι θρυμματίστηκαν, η γη κάηκε και, σαν ζωντανά πλάσματα, οι σφαίρες ούρλιαξαν, περνώντας μέσα από τους αγκαθωτούς θάμνους  στο πλευρό μας. “Καλή βολή!” είπε ο κοντός υπολοχαγός και συνέχισε να δίνει τις εντολές του. Γονάτισα και κοίταξα κατά μήκος της γραμμής μας, περιμένοντας να δω αρκετούς από τους συντρόφους πεσμένους στο έδαφος. Αλλά κανείς δεν είχε ούτε καν τραυματιστεί. Ήταν όλοι απασχολημένοι να προσαρμόσουν το στόχαστρό τους  και να στοχεύσουν σταθερά,  ανταλλάσσοντας βολές.

Έτσι τα πυρά συνεχίστηκαν, σχεδόν εναλλάξ. Γονάτισα πίσω από ένα μικρό ύψωμα μαζί με μισή ντουζίνα στρατιώτες και τα παρακολούθησα για περίπου μισή ώρα. Κανείς δεν χτυπήθηκε, αλλά το να αποδράσεις ήταν σχεδόν γελοίο.  Ο διαχωρισμός μεταξύ ζωής και θανάτου ήταν από μόνος του τόσο ασήμαντος, κι όμως έκανε τόσο μεγάλη διαφορά. Ο γέρο καπετάνιος της παρέας ήρθε περπατώντας με ψυχραιμία και μου πρόσφερε το παγούρι του με το  νερό. Ακριβώς τη στιγμή που τον ευχαρίστησα και αρνήθηκα να πιώ, μια σφαίρα γρύλισε δίπλα του, σε απόσταση αναπνοής, μόλις  ένα ή δύο εκατοστά από το μάγουλό του. Έσκυψε το κεφάλι του αμέσως, πριν να ήταν πολύ αργά, και καθώς η σφαίρα  πέρασε με θόρυβο πάνω από την κορυφογραμμή, γύρισε να την παρακολουθήσει και γέλασε. Αμέσως μετά, όπως περίμενα, άρχισε να βρέχει. Ο υπολοχαγός με κοίταξε και γέλασε κι αυτός. Ακριβώς τότε δύο ορεινά πυροβόλα, που είχα δει να ανεβαίνουν στον μεγάλο λόφο στα δεξιά μας, άνοιξαν πυρ εναντίον των Τούρκων, και παρόλο που μπορέσαμε να ακούσουμε μόνο την έκρηξη, όλοι αναπηδήσαμε και γελάσαμε και ζητωκραυγάζαμε μέχρι που το επόμενο βόλι μας έκανε να σκύψουμε και πάλι. Εν τέλει αποχαιρέτησα τον υπολοχαγό και καθώς έφευγα, ο καπετάνιος επέμενε να στείλει μαζί μου έναν Εύζωνα, ώστε αν τυχόν χτυπηθώ στην επιστροφή να μην με  παραμελήσουν. Μάταια διαμαρτυρήθηκα ότι ήταν τόσο πιθανό να χτυπηθεί κι αυτός όσο κι εγώ, και έτσι πήγαμε δίπλα-δίπλα, και στην προσπάθειά μου να εξηγήσω τον θαυμασμό μου για το ελληνική ζήτημα, νομίζω ότι και οι δύο πρέπει να είχαμε ξεχάσει τον κίνδυνο, αν και οι σφαίρες έπεφταν τουλάχιστον τόσο πυκνές όσο και πριν. Το πιο αξιοσημείωτο ήταν όταν  συναντήσαμε μια φοράδα με πυρομαχικά να ανεβαίνει, με το πουλάρι της να χοροπηδάει πίσω της κι εγώ γύρισα και τα παρακολούθησα με περισσότερη αγωνία απ’ όσο θα έπρεπε αν έβλεπα ανθρώπινα όντα, όμως και τα δύο πέρασαν από εκείνο το τρομερό κομμάτι του δρόμου αδιάφορα και σώα. Αλλά μόνο λίγα λεπτά αφότου έφυγα, ο μικρός υπολοχαγός έφαγε μια σφαίρα στον μηρό του. Τον είδα μετά σε ένα από τα ελληνικά νοσοκομεία, τον εμψύχωσα με έναν τόμο του  Daudet και μαζί ξαναθυμηθήκαμε τη λέξη των Γαλλικών  για τον «κίνδυνο».

Ωστόσο, αφού είχε χάσει τα Πέντε Πηγάδια, ο στρατηγός Μάνος μάλλον είχε δίκιο που μας άφησε να περιμένουμε μέχρι να του στείλουν περισσότερους άνδρες για το μέτωπο. Τα Γιάννινα ήταν μια ανοχύρωτη πόλη, αλλά για να την καταλάβουμε τώρα σήμαινε μια παρατεταμένη μάχη στους δρόμους και μια μεγάλη μάχη κοντά στην πόλη, όπου υπήρχαν τουλάχιστον είκοσι πέντε πυροβόλα και όπου περίπου 20.000 άνδρες θα μπορούσαν εύκολα να είχαν συγκεντρωθεί. Ενώ  για να διατηρήσει τη μακρά γραμμή επικοινωνίας του από την Άρτα ο Μάνος δεν θα μπορούσε να είχε γλιτώσει περισσότερο από το μισό αυτό το νούμερο για το μέτωπο, ακόμη κι αν μπορούσε να είχε αγνοήσει εντελώς την Πρέβεζα. Περιμέναμε λοιπόν στην πυροβολαρχία, και περίπου το μεσημέρι ένας στρατιώτης ανάμεσά μας κύλησε ξαφνικά προς τα πίσω και πέθανε, με μια μεγάλη τρύπα από μια  σφαίρα Martini στο μέτωπό του. Κάποιος Τούρκος πρέπει να ήρθε έρποντας κατά μήκος των λόφων στα αριστερά του περάσματος, και να έριξε  μια πετυχημένη βολή στο ψαχνό. Ήταν πολύ τρομερό γιατί δεν συνέβη ποτέ ξανά. Μόνο αυτή η σφαίρα ήρθε και ο άντρας πέθανε.

Την ίδια μέρα, καθώς καθόμουν μόνος μου στο οχυρό σπίτι μας,  άκουσα να χτυπούν τη βαριά εξωτερική πόρτα. Στην αρχή δεν πρόσεξα, γιατί Άτακτοι και στρατιώτες της γραμμής γυρνούσαν συνεχώς αναζητώντας ψωμί ή καπνό. Είχα ήδη χαρίσει ό,τι μπορούσα και τώρα είχα μόνο λίγο μαύρο ψωμί και λίγα ξερά σύκα, μαζί με μερικά κομμάτια κοτόπουλου που δυστυχώς είχαν γεμίσει σκουλήκια, και για τις επόμενες δύο μέρες θα ήταν αδύνατο να βρω οτιδήποτε άλλο. Αλλά το χτύπημα συνεχίστηκε και παρατήρησα ότι το μεγάλο λυκόσκυλο που είχε μείνει στο σπίτι και ήταν πάντα έτοιμο να κάνει  κάθε ξένο κομμάτια, τώρα κλαψούριζε από χαρά και έσπρωχνε τη μύτη του κάτω από την πύλη. Φώναξα “ποιος είναι εκεί;” και με μια μελαγχολική φωνή,  ήρθε η απάντηση: «Είμαι ο ιδιοκτήτης αυτού του σπιτιού, αν θέλετε μου ανοίγετε σας παρακαλώ».

Αφήνοντας την οικογένειά του στην Άρτα, ο καημένος άνθρωπος είχε γυρίσει να δει πώς πάει το σπίτι του. Δεν θύμωσε στο ελάχιστο με την παρουσία μου, παρά μόνο ζήτησε να του επιτρέψουμε να μείνει στη  κουζίνα του. Με περηφάνια μου έδειξε τους σταυρούς που είχε ζωγραφίσει ανάμεσα στα παράθυρα σε πείσμα του Τούρκου. Τότε ξαφνικά μου είπε τη φοβερή είδηση ότι ο ελληνικός στρατός στη Θεσσαλία καταστράφηκε, και η Λάρισα ήταν στα χέρια του εχθρού. Είχα κάθε λόγο να το πιστέψω, και όμως αρνήθηκα. Γνωρίζουμε τώρα ότι εκείνο το ελληνικό βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής, μόλις χάσαμε τα Πέντε Πηγάδια, ο στρατός στη Θεσσαλία, πιστεύοντας ότι νικήθηκε σε κάθε σημείο, είχε φύγει πανικόβλητος μαζί με πλήθη κατοίκων από τον Τύρναβο στη Λάρισα και ούτε καν περίμενε να υπερασπιστεί την πρωτεύουσα. Είπα στον γέρο να κρατήσει αυτή τη φήμη για τον εαυτό του, γιατί δεν θα μπορούσε να είναι αλήθεια. Αλλά ο Μαύρος που ήρθε αργότερα είπε ότι κι αυτός είχε ακούσει την ίδια ιστορία. Εκείνο το βράδυ ήταν το πιο άθλιο. Ώρα με την ώρα, ξαπλωμένος στο σανιδένιο μου κρεβάτι δίπλα στο παράθυρο, έβλεπα τα  αστέρια της Ελλάδας να αστράφτουν από τον παγετό και αναρωτιόμουν γιατί οι παλιοί θεοί έπρεπε να διαχειρίζονται τόσο καλά την πορεία των αστεριών και τόσο άσχημα τους  ασήμαντους ανθρώπους.

Οι πρώτες ακτίνες  του ήλιου έδιωξαν τη δροσιά από το γρασίδι και τους βράχους, και τρεις ώρες πριν τα προάστια του Λονδίνου ξεκινήσουν βιαστικά για τα πρωινά τρένα, ήμασταν έξω στον υπέροχο αέρα. Βρίσκοντας έναν βοσκό, τον παρακινήσαμε  να αρμέξει ένα πρόβατο σε ένα μικρό μπολ για το πρωινό μας, και μετά έστειλα τον Μαύρο στην Άρτα για να φέρει προμήθειες και να ανακαλύψει, αν όχι την αλήθεια, εν πάση περιπτώσει, την πιο πρόσφατη αναφορά. Εγώ ο ίδιος κατέβηκα στο παλιό Χάνι και βοήθησα τους άντρες που μόλις πήγαιναν στο καθήκον, να γεμίσουν τα παγούρια τους στο πηγάδι. Έπειτα για μια-δυο ώρες κάθισα ξανά στην πυροβολαρχία με έναν από τους Άγγλους ανταποκριτές ακούγοντας αναφορές για τον κίνδυνο   στο Παμίρ και δίπλα στον Άνω Νείλο και σε ερημικά νησιά στις νότιες θάλασσες. Οι χαλαρές βολές συνεχίζονταν ως συνήθως, και πότε πότε στέλναμε μια οβίδα που σφύριζε στο πέρασμά της, αλλά τίποτα συγκεκριμένο δεν φαινόταν πιθανό να συμβεί. Δεν είχαμε απελπιστεί ακόμα. Οι καταστροφές στη Θεσσαλία δεν  έκαναν καμία διαφορά σε μας. Και αν μπορούσαμε να πάρουμε τα Γιάννινα, θα ήταν ένας τέλειος  αντιπερισπασμός ενάντια στην ίδια τη Λάρισα. Κατά τις δέκα,   η μέρα ήταν πολύ ζεστή  για να καθίσω ακίνητος και μια ευχάριστη παρόρμηση  με έκανε να σκαρφαλώσω στο μακρύ ύψωμα  από κατεστραμμένα και θρυμματισμένα βράχια στο δεξί μας μέτωπο. Ανυπομονούσα να δω τα ίδια τα Πέντε Πηγάδια και ήταν φανερό ότι από την κορυφή μπορούσε κανείς να κοιτάξει προς το νότο, ακριβώς απέναντι στον κάμπο του Λούρου και σε ολόκληρο τον Αμβρακικό κόλπο…..(Πηγή : SCENES IN THE THIRTY DAYS WAR BETWEEN GREECE & TURKEY –  1897, BY HENRY W. NEVINSON, London, J. M. DENT & CO. 29 and 30 BEDFORD STREET, W.C., 1898 – Μετάφραση Α. Καρρά)

Στη φωτογραφία « Ένας επόπτης γραμμών και ένας Εύζωνας» από το ίδιο βιβλίο.

Δημοσιεύθηκε στην Ο Ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *