ΣΚΗΝΕΣ ΑΠΟ ΤΟΝ  ΠΟΛΕΜΟ ΤΩΝ ΤΡΙΑΝΤΑ ΗΜΕΡΩΝ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΤΟΥΡΚΙΑ  του HENRY W. NEVINSON, 1898 (8ο – Ο πανικός μετά την ήττα, συνέχεια)

“………

Έτσι, μέσα  σε ένα συνονθύλευμα από  στρατιώτες, βοοειδή και αγρότες, κινηθήκαμε κατά μήκος του μονοπατιού, προς την Άρτα. Ήταν πολύ λυπηρό να βλέπεις τις γυναίκες να σέρνονται χωρίς παράπονο κάτω από φορτία που σχεδόν τις έκρυβαν από τα μάτια μας — κάτι τεράστιους σάκους, τεράστιους μπόγους από κλινοσκεπάσματα και, πολύ πιθανόν πάνω από όλα, το μωρό στην ξύλινη κούνια του. Οι περισσότεροι κουβαλούσαν ένα ή δύο κοτόπουλα, και σιδερένια δοχεία, καρβέλια ψωμί και τα μεσοφόρια της οικογένειας. Μια γυναίκα που είδα με ένα μωρό ζαλωμένο στην πλάτη της είχε και ένα μικρό καφέ μοσχαράκι γύρω από το λαιμό της. Κορίτσια σέρνονταν κατά μήκος του μονοπατιού λυγισμένα διπλά κάτω από τα φορτία τους. Τα μικρά παιδιά στέκονταν στο πλάι ουρλιάζοντας από κούραση και αμηχανία, ή ανακατεύονταν ξυπόλητα στον βραχώδη δρόμο, οδηγώντας ένα κατσικάκι ή ένα αρνί, θεωρώντας τα όλα σαν κάτι αυτονόητο, ότι έπρεπε να είναι έξω στο πυκνό σκοτάδι γιατί ερχόταν ο Τούρκος. Για κάποια απόσταση τρία μικρά πλάσματα ήταν κολλημένα στο πίσω μέρος του πόνυ μου, αλλά δεν μπορούσαν να κρατηθούν πολύ καλά, και οι μητέρες τους τα ξαναπήραν από φόβο μήπως με χάσουν από τα μάτια μου μέσα στην αναταραχή. Στα στενά των Κουμζάδων ήμουν σίγουρος ότι θα γινόταν μια στάση.

Ο δρόμος που οδηγούσε εκεί  ήταν έντονα περιχαρακωμένος και τα χαρακώματα ήταν γεμάτα με άνδρες. Δεν υπήρχε η παραμικρή ανάγκη να υποχωρήσει ο στρατός ένα βήμα παραπέρα. Τα όπλα θα έπρεπε να είχαν πάρει θέση εκεί, και με τη βοήθεια ακόμη και δύο πειθαρχημένων ταγμάτων θα μπορούσαν να κρατήσουν αυτό το πέρασμα για πάντα. Ωστόσο, ακόμη και όταν περάσαμε, είδα τους άνδρες να βγαίνουν από τα χαρακώματα και να στριμώχνονται στον όχλο με την αγωνία τους να αποδράσουν. Οι αξιωματικοί τους ήταν αρκετά ανίκανοι να τους κρατήσουν και, πράγματι, έκαναν ελάχιστη προσπάθεια. Ο πανικός  είχε πέσει πάνω τους και, όπως πίστευαν οι παλιοί Έλληνες, υπάρχει κάτι υπεράνθρωπο στον πανικό, κάτι διαφορετικό από το πνεύμα του κάθε ανθρώπου και απείρως πιο δυνατό. Ακόμα δεν μπορούσα να σκεφτώ ότι μια τέτοια θέση θα εγκαταλειφθεί χωρίς ούτε καν έναν πυροβολισμό και, καθώς έπεσα πάνω στον Μαύρο που με περίμενε εκεί στην επιστροφή του με τις προμήθειες από την Άρτα, τυλίχθηκα σε ένα χαλί και κοιμήθηκα ανάμεσα στα βράχια. Αλλά δεν είχαμε μείνει εκεί πάνω από μια ώρα περίπου όταν κάποιος μας κλώτσησε και φώναξε ότι δεν υπήρχε κανένας στρατιώτης ανάμεσα σε εμάς και τους Τούρκους. Το ίδιο συνέβη και πιο κάτω στο παλιό κτίριο του Χανόπουλου, όπου απέμειναν ακόμη λίγα όπλα, και τα πλήθη των φυγάδων που ξεχύθηκαν στην κορυφή του βάλτου από την Φιλιππιάδα έκαναν τον δρόμο σχεδόν αδιάβατο. Δεν προλάβαμε καν να βολευτούμε  στον μικρό μας καταυλισμό όταν είδαμε τα όπλα να φεύγουν και μείναμε χωρίς άμυνα.

Έτσι, οι συναγερμοί που ανανεώνονταν συνεχώς,  οδήγησαν τη διαδρομή προς τα μπρος . Ήταν πίσσα σκοτάδι αλλά  ο αέρας ήταν ζεστός και ευτυχώς ξηρός. Το υπόλοιπο του δρόμου που απέμεινε να διασχίσουμε  είχε από τη μια πλευρά τους πετρώδεις λόφους του Γριμπόβου και του Ιμαρέτ, και από την άλλη ένα ανθυγιεινό βάλτο πάνω από τον οποίο οι πυγολαμπίδες   χόρευαν προς κάθε κατεύθυνση. Από άκρη σε άκρη η γραμμή υποχώρησης ήταν πλήρως εκτεθειμένη στα πυρά του πυροβολικού και του πεζικού, και αν οι Τούρκοι μας είχαν  καταδιώξει, θα μπορούσαν να είχαν απολαύσει μια σφαγή όπως η ψυχή τους αγαπά, μέχρι και τη γέφυρα της Άρτας και να είχαν μπει στην πόλη χωρίς να χάσουν ούτε έναν άντρα. Αλλά μετά τους Κουμζάδες δεν άκουσα τουφέκι πίσω μας, και πραγματικά δεν υπήρχε καταδίωξη. Μέσα στο σκοτάδι λοιπόν σκοντάφταμε στο δρόμο, φωτισμένοι μόνο από την άγρια λάμψη της Φιλιππιάδας που είχε τυλιχτεί ξανά στις φλόγες. Από καιρό σε καιρό ένα τάγμα  ιππικού ή τα πυροβόλα σταματούσαν εντελώς την κίνηση, και σε δύο μέρη όπου το νερό ανέβλυζε από έναν βράχο και έρεε  κατά μήκος του δρόμου, γινόταν ένας φοβερός αγώνας: άνδρες και παιδιά και ζώα ποδοπατιόνταν   στις πηγές στην προσπάθεια να σβήσουν την ξέφρενη δίψα τους. Επιτέλους, η μυρωδιά από άνθη πορτοκαλιάς στον αέρα έδειχνε ότι πλησιάζαμε στην Άρτα.

Περίπου στις τρεις η ώρα περνούσαμε με το ζόρι την απότομη και στενή γέφυρα που από άκρη σε άκρη ήταν μια στρυμωγμένη μάζα από στρατιώτες, όπλα, φυγάδες και ζώα. Μπερδεμένες, πολλές από τις κατσίκες πηδούσαν πάνω από τα χαμηλά στηθαία και έπεφταν με ένα παφλασμό στο σκοτάδι από κάτω. Στην πόλη ο πανικός είχε ήδη αρχίσει. Το ταχυδρομείο και ο τηλέγραφος μάζευαν τα πράγματά τους και δεκάδες άτακτοι  έφευγαν βιαστικά  προς τα νότια. Περνώντας από τον κεντρικό δρόμο φτάσαμε σε ένα μικρό ανοιχτό χώρο στην στροφή του ποταμού, και ξαπλώσαμε με την ελπίδα να πάρουμε λίγο ύπνο. Αλλά μια περίπολος του ιππικού ήρθε με θόρυβο και διάλεξαν το ίδιο σημείο με μας  για να  κατασκηνώσουν. Έδεσαν τα άλογα και τεντώθηκαν δίπλα μας. Και πάλι σκέφτηκα ότι ίσως θα μπορούσε να με πάρει ο ύπνος, αλλά ένα μεγάλο άλογο συνέχιζε να με μυρίζει και να ξεφυσάει πάνω  στο κεφάλι μου, μετά ο επιβήτορας προχώρησε χωρίς ανταπόκριση σε μια από τις φοράδες και σύντομα η  αυγή άρχισε σιγά – σιγά  να αποκαλύπτει τις παράξενες και κοιμισμένες φιγούρες γύρω μου. Εκείνο το πρωί ο Σπύρος ζήτησε το μισθό του και έφυγε για την Πίνδο. Τη θέση του πήρε ένας λιθοξόος από την Αιτωλία, που είχε βγει σαν Άτακτος για να πάρει λίγη γεύση από τις μάχες, και για κάποιο λόγο προσκολλήθηκε μαζί μου κατά την υποχώρηση.

Τις επόμενες μέρες προσπαθήσαμε απεγνωσμένα να τακτοποιηθούμε κάπως. Στην παραλία-ποτάμι δίπλα στο γεφύρι στέκει ένας τεράστιος πλάτανος, στον οποίο, στα παλιά καλά χρόνια που οι Τούρκοι κυριαρχούσαν στην Άρτα, κρεμούσαν για παραδειγματισμό, τους πατριώτες Έλληνες. Κάτω από εκείνο το δέντρο μαζευόταν πάντα μια ομάδα αξιωματικών, που παρακολουθούσαν άτονα τα κοπάδια και τους τρομοκρατημένους αγρότες που ακόμα γέμιζαν ασφυκτικά τον δρόμο. Δεν έδιναν καμία διαταγή, δεν έκαναν καμία προσπάθεια να συγκεντρώσουν ή να συσπειρώσουν ούτε μια ομάδα. Απλώς άφηναν τα πράγματα να παρασύρονται, και προς τα πίσω και προς τα εμπρός, μέσα στην πόλη. Οι στρατιώτες περιφέρονταν στους δρόμους ανάμεσα  στα θυμωμένα πλήθη που χειρονομούσαν άγρια. Κάθε μέρα περνούσα τη γέφυρα και επισκεπτόμουν τα ακραία φυλάκια, αλλά κάθε μέρα η βόλτα μου γινόταν όλο και πιο σύντομη, ώσπου τη Δευτέρα (3 Μαΐου) είδα όλο το σώμα του στρατού  να αποσύρεται, σε σχηματισμό,  στην πόλη. Ακολούθησα με μεγάλη απογοήτευση και πιστεύω ότι ήμουν ο τελευταίος άνθρωπος που εγκατέλειψε το τουρκικό έδαφος. Ωστόσο, οι Τούρκοι δεν είχαν κάνει καμία προσπάθεια να μας  καταδιώξουν ή να επιτεθούν και όταν εκείνη τη μέρα για πρώτη φορά τους είδα ξανά, στριμωχνόντουσαν μόνο στη Φιλιππιάδα και τη Στρεβίνα, έξι έως δέκα μίλια μακριά….” (Πηγή : SCENES IN THE THIRTY DAYS WAR BETWEEN GREECE & TURKEY –  1897, BY HENRY W. NEVINSON, London, J. M. DENT & CO. 29 and 30 BEDFORD STREET, W.C., 1898 – Μετάφραση Α. Καρρά)

Σκίτσο με τίτλο “Άποψη της Άρτας και της γύρω περιοχής” καθώς και το κείμενο που το συνοδεύει από την εφημερίδα The San Francisco Call, της 10ης Μαίου 1897.

Δημοσιεύθηκε στην Ο Ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *