Ο Henry Woodd Nevinson ήταν Άγγλος πολεμικός ανταποκριτής. Εργαζόταν στην εφημερίδα The Daily Chronicle και το 1897 στάλθηκε στην Ελλάδα για να καλύψει τον Ελληνοτουρκικό πόλεμο. Ο φίλος του, Henry Brailsford, επεσήμανε: «Ως πολεμικός ανταποκριτής ο Νέβινσον ήταν πάντα σχολαστικά προσεκτικός στη συλλογή των γεγονότων του και τα γραπτά του συχνά ενέπνεαν όσους αγωνίζονταν για την ελευθερία. Τα επόμενα χρόνια ανέπτυξε τη φήμη του εξαιρετικού πολεμικού ρεπόρτερ».
Έφτασε στην Αθήνα με ατμόπλοιο μέσω Κέρκυρας. Εκεί προσέλαβε έναν νεαρό Έλληνα που γνώριζε αγγλικά σαν διερμηνέα : “……Είχα μαζί μου έναν νεαρό Έλληνα, τον οποίο είχα γνωρίσει τυχαία στην Αθήνα, και τον είχα προσλάβει για να με βοηθήσει στη γλώσσα. Είχε μεγαλώσει στην Αγγλία και πάντα έδειχνε μια μεγάλη επιθυμία να θεωρηθεί Άγγλος. Ως Έλληνας με βοήθησε πολύ και με συνόδευε στο μεγαλύτερο μέρος της εκστρατείας, αν και συχνά, πολύ παρά τη θέλησή του. Μπορούμε να τον ονομάσουμε « Μαύρο»……”. Αφού παρακολούθησε τις μάχες στο μέτωπο της Θεσσαλίας, αμέσως μετά το Πάσχα παίρνει οδηγίες να περάσει στην Ήπειρο, και να φτάσει στην Άρτα, επιλέγοντας να διασχίσει τα βουνά που χωρίζουν τη Άρτα από την Καρδίτσα….. Τα πρώτα 7 κεφάλαια το βιβλίου του είναι αφιερωμένα στο μέτωπο της Θεσσαλίας. Η αφήγηση για το μέτωπο της Άρτας περιλαμβάνεται στα κεφάλαια 8 -13 (σελίδες 111 – 235) και το βιβλίο τελειώνει με δυο ακόμη κεφάλαια αφιερωμένα στον πόλεμο στην Κρήτη.
Είναι η πρώτη φορά που διαβάζουμε μια περιγραφή της διαδρομής από τη Καρδίτσα στην Άρτα μέσω της Γέφυρας Κοράκου καθώς κανείς από τους περιηγητές μέχρι τότε δεν το είχε τολμήσει, μια και επρόκειτο για μια δύσβατη και άγρια περιοχή. Στο πρώτο αυτό μέρος της αφήγησης ο Nevinson, εκτός από την λεπτομερή περιγραφή του ταξιδιού του, μας περιγράφει και μια δοξασία που προσωπικά μου ήταν άγνωστη : Όταν, λέει, οι Έλληνες κάνουν εκταφή του νεκρού τους, συνήθως μετά 3 – 4 χρόνια, αφού πλύνουν τα κόκαλα με κρασί, μετά επιθεωρούν το χρώμα τους… Αν τα κόκαλα είναι λευκά, αυτό είναι δείγμα πως η ψυχή ήταν καλή και πήγε στον Παράδεισο…Αν είναι σκούρα, ο δυστυχής πρέπει να καίγεται στην κόλαση γιατί ήταν κακιά ψυχή……
“…….Ο αγώνας για το πέρασμα της Μελούνας είχε στην πραγματικότητα μόλις αρχίσει, και αυτός ήταν το μόνο που με απασχολούσε. Δεν σκεφτόμουν άλλο πια την ημέρα του Πάσχα ή τη χαρούμενη άνοιξη. Περίπου το μεσημέρι περάσαμε εκείνο το μεγάλο πέρασμα στις Πόρτες που έβλεπα τόσο συχνά, και τρανταζόμασταν πάνω στο κάρο, κατά μήκος της βάσης του γυμνού τύμβου όπου ο Καίσαρας είχε εισβάλει κάποτε και είχε λεηλατήσει τη μεγάλη οχυρή πόλη των Γόμφων, και έτσι μπήκαμε στα βουνά και στην πρώτη στροφή της κοιλάδας φάνηκε το απομακρυσμένο αλλά χαρούμενο χωριό Μουζάκι, όπου το κάρο έπρεπε να γυρίσει πίσω. Νομίζω ότι οι χωρικοί, και γενικά οι ντόπιοι της Πίνδου, δεν είχαν ξαναδεί ξένο, αν και υπήρχε μια αμυδρή παράδοση ότι πριν από πολλά χρόνια ένας Γάλλος είχε προσπαθήσει να περάσει από τα περάσματα προς την Ήπειρο, αλλά είχε επιστρέψει τη δεύτερη μέρα. Όλος ο αντρικός πληθυσμός μαζεύτηκε στο δρόμο για να μας κοιτάξει και με βάλανε με τον Μαύρο σε ένα ανοιχτό περίπτερο, για να έχουν όλοι καλή θέα. Ήρθε ο σημαντικός Δήμαρχος. Αυτός διατηρούσε στο χωριό Παντοπωλείο, ή Universal Shop, και ήταν αυτός που παρακάλεσα για έναν οδηγό για την Άρτα και για οποιοδήποτε τετράποδο μπορούσε τουλάχιστον να σέρνει τα πόδια του. Αμέσως δημιουργήθηκε μια αναταραχή. Όλοι δήλωσαν ότι ήταν αδύνατο, και όμως —και όμως— αν ήταν δυνατό, τι ευκαιρία θα ήταν για κάποιον! Κάθε ενήλικος άντρας στο χωριό ήθελε να ξεκινήσει αμέσως, και μετά όλοι αρνήθηκαν ξαφνικά προβάλλοντας την πιο αδύναμη δικαιολογία. Αλλά μετά όλοι συμφώνησαν ότι, καθώς δεν μπορούσαν να το κάνουν οι ίδιοι, ο Σπύρος ήταν ο άνθρωπός μου. Ο Σπύρος στην πραγματικότητα, είχε πάει με τα πόδια στην Άρτα και είχε επιστρέψει, λίγα χρόνια πριν. Ο Σπύρος πέρασε στριμώχνοντας μέσα από το πλήθος και στάθηκε μπροστά μου, στο μαγαζί. Ήταν ένα ψηλό, αδύναμο πλάσμα τριάντα περίπου χρόνων, βαθιά ηλιοκαμένο, δασύτριχο και χωρίς κούρεμα.. Το μάτι του ήταν άγριο και κλεφτό, αλλά υπήρχε κάτι αθώο που θύμιζε δάσος στο βλέμμα του που μου εξήψε τη φαντασία, γιατί μου θύμισε την ίδια στιγμή τον Πάνα και τον Ιωάννη τον Βαπτιστή. Το κεφάλι του ήταν γυμνό και το μακρύ καφέ παλτό του, δεμένο γύρω από τη μέση με λίγο κορδόνι, ήταν σαν ένα ρούχο από τρίχες καμήλας. Είπε ότι νόμιζε ότι θα μπορούσε να ξαναβρεί τον δρόμο, και είχε ένα άλογο, έναν ωραίο μικρό επιβήτορα, αλλά δεν θα ερχόταν. Φοβόταν. Τον ρώτησα τι φοβάται. Το χιόνι και τους Τούρκους, είπε πολύ απλά. Το πλήθος τον άκουγε με σιωπή και επιδοκιμασία. Τους φαινόταν πολύ φυσικό ότι ο άντρας έπρεπε να φοβάται και να το λέει. Ο Δήμαρχος του απηύθυνε το λόγο, ολοκληρώνοντας με την εντολή να είναι έτοιμος σε μια ώρα. ”Δεν θα πάω. Φοβάμαι», ήταν η απάντηση του Σπύρου.
«Ίσως θα θέλατε να δείτε την εκκλησία μας», είπε ο Δήμαρχος, γυρίζοντας προς εμένα, και με οδήγησε σε όλο το χωριό, ενώ ο κόσμος ακολουθούσε σε απόσταση είκοσι μέτρων. Αν πλησίαζαν λίγο, γύριζε πίσω και τους έδερνε με το ραβδί του. Και ποτέ δεν υπήρξε ούτε ένα χαμόγελο μεταξύ τους. Το χωριό είχε καταστραφεί από τους Τούρκους το 1877, αν και, φυσικά, τότε ήταν τουρκική ιδιοκτησία. Η παλιά εκκλησία στεκόταν όρθια ακόμη, αλλά τα πρόσωπα των αγίων ήταν όλα κατεστραμμένα από τουρκικά μαχαίρια. Ένας χώρος στο δυτικό άκρο ήταν περιφραγμένος με ένα χώρισμα για τις γυναίκες, όπως γίνεται συνήθως σε αυτήν την περιοχή. Δεν υπήρχαν καθίσματα, αλλά στέκονταν όλες μαζί σαν πρόβατα σε μάντρα και ίσως συγκέντρωναν λίγη από την πνευματικότητα που έμπαινε μέσα από τις τρύπες στο χώρισμα. Στις πέτρινες προεξοχές εκείνου του χωρίσματος, για πρώτη φορά είδα τα οστά των νεκρών να απλώνονται, σύμφωνα με το έθιμο ή όπως το βραχώδες χώμα επιτάσσει. Στο τέλος των τριών ή τεσσάρων ετών μετά τον θάνατο, το σώμα ανασύρεται από την αυλή της εκκλησίας και τα οστά μαζεύονται και τοποθετούνται στην εκκλησία. Πλένονται με κρασί, και ο ιερέας τα ευλογεί. Αν κάποιος τα αγαπά, βάζει λουλούδια γύρω από το κρανίο και τα οστά του μηρού. Μετά από λίγο τα θάβουν ξανά σε μικρότερο χώρο. Είναι μια ζοφερή τελετή, και όμως ίσως να μην είναι παρηγοριά ακόμα και στον θάνατο να πιστεύουμε ότι τα κόκαλα που ταίριαξαν στη ζωή μας τόσο καλά, μπορεί να χαϊδευτούν για άλλη μια φορά από χέρια που αγαπάμε, και να γνωρίσουν ξανά τη γεύση από το κρασί, και το άγγιγμα των λουλουδιών; Σκύβοντας πάνω από ένα φτωχό κρανίο και μυρίζοντας το ρητινώδες κρασί με το οποίο είχε πλυθεί, θυμήθηκα από το θησαυροφυλάκιο των στίχων του, την πεθαμένη ελπίδα εκείνου του Πέρση ποιητή:
“Αχ, με το σταφύλι που μου παρέχει η ζωή που ξεθωριάζει,
Πλύνε το Σώμα μου, όπου πέθανε η Ζωή,
Και τυλιγμένο σε φύλλο αμπελιού,
Θάψε με λοιπόν δίπλα σε κάποιο γλυκό κήπο”.*
Δεν είναι παρά μια φυσική τάση για αυτο-μαρτύριο ανάμεσα στους ανθρώπους να υποθέσουμε, όπως πιστεύουν αυτοί οι Έλληνες της Πίνδου, ότι αν πράγματι τα εκταφημένα οστά είναι λευκά, όλα είναι καλά με την ψυχή που κάποτε κατοικούσε σε αυτά και τώρα είναι ασφαλής στον παράδεισο, αλλά αν τα κόκαλα είναι σκούρα και αποχρωματισμένα δεν είναι όλα καλά, ούτε ο Παράδεισος έχει κερδηθεί. Αλίμονο, τα φτωχά κόκαλα που έσκυψα πάνω τους, ήταν σχεδόν μαύρα και όμως δίπλα στο κρανίο είχε απλωθεί ένα μάτσο κόκκινες ανεμώνες.
Κατά την επιστροφή μας ο Σπύρος στάθηκε με το άλογό του στη μέση της πλατείας, ίδια η εικόνα ενός απρόθυμου μάρτυρα. Οι φίλοι του ήταν γύρω του προσπαθώντας να τον ενθαρρύνουν. Έκλαψε ήσυχα, αλλά είχε ήδη παραιτηθεί από ένα πεπρωμένο που μετριάζονταν κάπως από την ανταμοιβή του. Είχε μαζέψει ακόμη και τις μικρές μας αποσκευές στην ξύλινη σέλα που επινοούσαν με πονηριά οι Έλληνες για τη μεταφορά φορτίων. Είπα στον Μαύρο να ανέβει, αλλά τη στιγμή που ξεκινούσαμε, μια παράξενη γέρικη φιγούρα με έναν τεράστιο γκρίζο μανδύα όρμησε μέσα στο πλήθος σέρνοντας ένα ωραίο καφέ άλογο πίσω της. «Θα με πληρώσεις το ίδιο με τον Σπύρο», μου είπε, σαν να διευθετήθηκε το θέμα. Ήταν ντροπιαστικό, αλλά αν και ήξερα ότι δεν είχα αρκετά χρήματα για να πληρώσω τον έναν, αποφάσισα να τους δεσμεύσω και τους δύο. Εξάλλου, νόμιζα ότι θα στεγνώσουν ο ένας τα δάκρυα του άλλου, και υπήρχε κάτι τόσο χιουμοριστικό στο άπλυτο και ρυτιδωμένο πρόσωπο του γέρου που γέλασα και το γέλιο αποτρέπει την άρνηση. «Σε πέντε μέρες θα είσαι στην Άρτα», συνέχισε καθώς κρατούσε τη σέλα για να ανέβω, και πρόσθεσε κάτι ακόμη βλαστημώντας. «Αν δεν είμαστε εκεί σε τρεις μέρες», απάντησα, «θα σας κρεμάσω και τους δύο στις ουρές των αλόγων σας». Και αφού ζήτησα από τον Μαύρο να τους ξεκαθαρίσει αυτό το σημείο με τα καλύτερα ελληνικά, χαιρέτησα τον Δήμαρχο και συνεχίσαμε στα βουνά ανάμεσα στις επευφημίες των χωρικών. Το επόμενο πράγμα που άκουσα για εκείνο το χαριτωμένο μικρό χωριό, το Μουζάκι ήταν ότι οι Τούρκοι το είχαν καταλάβει και το είχαν ρημάξει, χωρίς να μείνει ψυχή εκεί.
Εκείνο το βράδυ φτάσαμε μόνο στο επόμενο χωριό, περίπου τρεις τέσσερις ώρες πιο πέρα, και αφού είδα την εκκλησία και το σχολείο με τη συνήθη συνοδεία, κοιμήθηκα στο πάτωμα του μαγαζιού πάνω από το αντίγραφο του Πλούταρχου «Αριστείδης», του νεαρού δασκάλου. Είναι σε τόσο μοναχικούς καιρούς, και στη μέση μιας μισοάγριας ύπαρξης που μαθαίνει κανείς την αληθινή αξία των ευγενών βιβλίων………….
Νωρίς το επόμενο πρωί ξεκίνησε το σοβαρό κομμάτι της ανάβασης. Το μονοπάτι που αρχικά δεν διέκρινε κανείς, κατέβαινε ακριβώς στον πάτο της κοιλάδας και στη συνέχεια κατευθύνονταν προς την κορυφή της κεντρικής κορυφογραμμής μέχρι τη γυμνή και μισογκρεμισμένη πλευρά ενός βουνού σε σχήμα τρούλου που διατηρεί ακόμα το ελληνικό όνομα Τύμπανος ή το Τύμπανο. Φαινόταν εντελώς αδύνατο τα ζωντανά άλογα να μπορέσουν να σκαρφαλώσουν σε μια τέτοια απότομη κλίση, αλλά με κάποιο τρόπο τα κατάφεραν, αν και κατά τόπους έπρεπε σχεδόν να βάλουμε τα πόδια τους στις κατάλληλες ρωγμές και μετά να τα σηκώσουμε εντελώς ψηλά, και τα φτωχά ζώα ξεστόμιζαν μεγάλους αναστεναγμούς και πάλευαν μπροστά σχεδόν τόσο όρθια όσο σε μια κάθετη σκάλα. Πριν το μεσημέρι βρεθήκαμε ανάμεσα στα χιόνια. Το χιόνι ήταν μαλακό και έλιωνε, αλλά τα άλογα δεν βυθίστηκαν πολύ πάνω από τα γόνατά τους, και παρόλο που υποφέραμε από την τρομερή λάμψη- αντανάκλαση του χιονιού, δεν υπήρχε πραγματικός κίνδυνος πέρα από τη δυσκολία να κρατήσουμε την σωστή πορεία του μονοπατιού όταν αυτό καλυπτόταν από μεγάλα στρώματα χιονιού. Καθώς πλησιάζαμε στην κορυφή, έπεσα προς τα μπρος, γεμάτος προθυμία να κοιτάξω πάνω από την άκρη και να δω προς τα δυτικά. Η λεκάνη απορροής μπροστά μου ήταν όπως θα έπρεπε να είναι μια λεκάνη απορροής, και από όλους τους σχηματισμούς της επιφάνειας της γης δεν υπάρχει κανένας πιο συναρπαστικός και πιο απολαυστικός απ’ αυτήν. Δεν ήταν πάνω από εκατό γιάρδες περίπου. Ήταν ακόμη βυθισμένη βαθιά μέσα στο χιόνι, αλλά και τώρα, κάτω από το χιόνι άκουγε κανείς το νερό να στάζει με την υπόσχεση του καλοκαιριού. Και κάθε σταγόνα, από τη μια πλευρά πήγαινε στα Τέμπη, και από την άλλη μέσα από μια μεγάλη διαδρομή στον τόσο μακρινό και φωτεινό Κορινθιακό κόλπο. Στην κορυφή στράφηκα για μια τελευταία ματιά στη θεσσαλική πεδιάδα προς τα ανατολικά. Ήταν απλωμένη πολύ κάτω από μένα, κάτω από μια απαλή ομίχλη, αλλά πέρα και πάνω από την ομίχλη ο Όλυμπος υψωνόταν πεντακάθαρα και με μια μοναδική καθαρότητα του λευκού. Μπροστά μου προς τα δυτικά βρισκόταν μια βαθιά και στενή κοιλάδα, μέσα στην οποία είχαν κιόλας χαθεί τα μικρά μας ίχνη, και πιο πέρα στεκόταν μια αλυσίδα από χιονισμένα βουνά, όσο πιο μακριά μπορούσε να δει κανείς. Αλλά λίγο πιο νότια υψωνόταν ένα απέραντο φράγμα από βράχια, τεράστιο στη μάζα του, και το παρακολουθούσα όπως παρακολουθούσε κάποιος έναν εχθρό άγνωστης δύναμης, γιατί ήξερα ότι βρισκόταν ανάμεσα σε εμάς και την Άρτα….” (Πηγή : SCENES IN THE THIRTY DAYS WAR BETWEEN GREECE & TURKEY – 1897, BY HENRY W. NEVINSON, London, J. M. DENT & CO. 29 and 30 BEDFORD STREET, W.C., 1898 – Μετάφραση Α. Καρρά)
*Ah, with the Grape my fading Life provide,
And wash my Body whence the Life has died,
And in the Windingsheet of Vine-leaf wrapt,
So bury me by some sweet Garden-side.
Πρόκειται για τους στίχους από το τελευταίο τμήμα της μετάφρασης του 19ου αιώνα του Έντουαρντ Φιτζέραλντ για το περσικό κλασικό ποίημα Rubai’Yat του Πέρση ποιητή, αστρονόμου και φιλόσοφου Omar Khayyam.
Στη φωτογραφία το σκίτσο ενός βοσκόπουλου (Greek shepherd boy), από το ίδιο βιβλίο.