“…..Σχεδόν αμέσως ακολούθησε η σημαντικότερη κίνηση της ημέρας. Η κορυφογραμμή των λόφων στην οποία βρισκόμουν, όπως είπα, ξεκινούσε από τα βουνά πάνω από τους Κουμζάδες και έφτανε νότια μέχρι την ισχυρή παλιά τουρκική πυροβολαρχία του Ιμαρέτ που έβλεπε προς τον ποταμό και την Άρτα πέρα από αυτόν. Ήταν μια σειρά από υψώματα που χαμήλωναν σταδιακά, έξι ή ίσως επτά συνολικά, με ρηχά φαράγγια ή κοιλάδες ανάμεσά τους. Οι Τούρκοι κατείχαν τα τέσσερα βορειότερα με ισχυρές οχυρώσεις, και τώρα ένα τάγμα του 6ου συντάγματος άρχισε να ανεβαίνει την πολύ απότομη πλαγιά στα αριστερά τους, από την πεδιάδα της Γραμενίτσας, ενώ η πρώτη γραμμή πυρός μας, που βρισκόταν ήδη στους λόφους, προχώρησε μέχρι που και οι δύο δυνάμεις συνέκλιναν σε μια κοινή επίθεση κατά των πλησιέστερων τουρκικών γραμμών στο τέταρτο ύψωμα από την κορυφή. Ήταν παράξενο να βλέπω αυτό το τάγμα να προελαύνει μέσα σε βέβαιο κίνδυνο, γιατί το είχα επισκεφθεί μόλις μια ώρα πριν, και με είχε αναγνωρίσει ένας αξιωματικός που βρισκόταν στην κορυφή του βουνού από τα Πέντε Πηγάδια. Μέρα και νύχτα επί ένα μήνα ήταν εκτεθειμένος σε όλους τις καιρικές συνθήκες και σε κάθε κίνδυνο. Πιθανόν να μην είχε αλλάξει ακόμη ούτε τη στολή του και είχε διαρκώς έλλειψη τροφής. Είχε αντέξει κάτω από τα πυρά για περισσότερες ημέρες από ό,τι εγώ για ώρες. Ωστόσο, είχε το κουράγιο για φιλοφρονήσεις: «Πάντα στην πρώτη γραμμή, κύριε», μου είπε. «Είσαι άνθρωπος με μεγάλο θάρρος».
«Και εσείς, κύριε!», ήταν το μόνο που μπόρεσα να απαντήσω.
Γέλασε και πήγε στους άνδρες του. Δεν ξέρω αν σκοτώθηκε εκείνο το απόγευμα, αλλά δεν τον ξαναείδα ποτέ. Της επίθεσης ηγήθηκε ο ταγματάρχης Ιερογιάννης (προφέρεται Γερογιάννης), τον οποίο γνώριζα ως έναν από τους πιο γενναίους αξιωματικούς στην Ελλάδα. Οι άνδρες προχώρησαν με θαυμάσια σταθερότητα σε εκτεταμένη σειρά, εκτοξεύοντας βολές ανά τμήματα. Εκτός από το ότι το έδαφος ήταν όλο βραχώδες και ότι η πλαγιά ήταν μερικές φορές αρκετά απότομη για να τους κρύψει, δεν υπήρχε καμία κάλυψη και πολλοί έπεσαν ανάμεσα στις γκρίζες πέτρες. Ακόμα προχωρούσαν οι μπλε γραμμές, ενώ τα μεγάλα πυροβόλα της Άρτας και τα δύο μικρά πυροβόλα δίπλα μου έστελναν συνεχώς οβίδες και θραύσματα στην τουρκική γραμμή. Ξαφνικά παρατήρησα ότι η κορυφογραμμή καπνού του εχθρού άρχισε να ξεθωριάζει και να απομακρύνεται. Το επόμενο λεπτό είδα τις μαύρες φιγούρες των Τούρκων να οπισθοχωρούν στη βραχώδη πλαγιά πίσω τους, να πέφτουν κάτω στη βιασύνη τους και να ξανασκαρφαλώνουν στα τέσσερα ή να γυρίζουν για να πυροβολήσουν, αλλά τόσο άγρια που οι σφαίρες τραγουδούσαν πολύ πάνω από το κεφάλι μου. Φαντάστηκα ότι άκουγα τους άνδρες μας να ζητωκραυγάζουν καθώς πολύ γρήγορα έφτασαν στα οχυρώματα και άρχισαν να πυροβολούν πάνω από αυτά τους φυγάδες. Στα χαρακώματα, όπως άκουσα αργότερα, βρήκαν πολλούς νεκρούς Τούρκους, και ήταν χαρακτηριστικό της τουρκικής λιτότητας ότι όλα τα πτώματα είχαν ξεγυμνωθεί από τα ρούχα τους, πριν εγκαταλειφθεί η θέση.
Αυτή ήταν η στιγμή της επιτυχίας μας. Νομίζω ότι αν τέσσερα ή πέντε καλά τάγματα είχαν σταλεί τότε για να ενισχύσουν την επίθεση, θα είχαμε διώξει ξανά τον εχθρό από την κοιλάδα του Λούρου. Αλλά τίποτα δεν στάλθηκε. Οι πυροβολητές μας, εξαντλημένοι από τον ενθουσιασμό και τη μακρά ανάβαση, ξάπλωσαν στα χαρακώματα και αρκέστηκαν στο να διατηρούν σταθερά τα πυρά εναντίον της κορυφής, πέρα από την κορυφογραμμή. Έτσι συνεχίστηκε η μάχη μέχρι που έδυσε ο ήλιος και σταδιακά όλα έμειναν ακίνητα. Ο Άγγλος βετεράνος μας προσφέρθηκε σε κάποιους από το Επιτελείο του Αρχηγείου να ορμήσει στη θέση με 700 Ευζώνους σε μια νυχτερινή επίθεση. Νομίζω ότι όλοι θα πηγαίναμε μαζί του. Αλλά η απάντηση ήταν ότι οι νυχτερινές επιθέσεις ήταν αντίθετες με την τέχνη του πολέμου. Έτσι συρθήκαμε κάτω από όποιο καταφύγιο βρήκαμε και κοιμηθήκαμε.
Όλη εκείνη τη νύχτα έπεφτε δυνατή βροχή, και όταν κοίταξα έξω, λίγο πριν την ανατολή του ήλιου, οι κορυφές όλων των βουνών ήταν καλυμμένες με μεγάλες μάζες από βαριά σύννεφα. Οι άνδρες, που είχαν παραμείνει στις θέσεις τους, ήταν μούσκεμα και πολύ αποθαρρημένοι. Αλλά με το πρώτο φως τα πυρά ξανάρχισαν και η μάχη συνεχίστηκε όλη εκείνη την ημέρα χωρίς διακοπή και σχεδόν χωρίς καμιά αλλαγή. Όταν έφθασα στο σημείο παρατήρησης, στην κορυφή του λόφου δίπλα στην πυροβολαρχία μας, διαπίστωσα ότι οι γραμμές επίθεσης και άμυνας ήταν αμετάβλητες, εκτός από το ότι οι Τούρκοι είχαν ενισχύσει τη θέση τους στην άκρη μιας βραχώδους προεξοχής που κατέβαινε από τους λόφους στον κύριο δρόμο πολύ κάτω από εμάς στα αριστερά μας. Από εκεί εμπόδιζαν κάθε πιθανή προέλαση κατά μήκος του δρόμου και απειλούσαν συνεχώς να προελαύσουν οι ίδιοι. Για να αναχαιτισθεί αυτή η κίνηση, ένα πλήρες ελληνικό τάγμα αναπτύχθηκε στην πεδιάδα απέναντι από το δρόμο και έριχνε σταθερά πυρά, απλωμένο σε εκτεταμένη διάταξη. Περίπου 300 μέτρα πίσω τους υπήρχε μια πυροβολαρχία έξι πυροβόλων, που δούλευε σκληρά. Αλλά ούτε το πυροβολικό, ούτε το πεζικό μπορούσαν να προχωρήσουν λόγω ενός βαθιού βάλτου μπροστά τους, και δεν μπορούσαν να βρουν καμία κάλυψη από τα ανελέητα πυρά των τουφεκιών από τη βραχώδη και οχυρωμένη απόκρημνη περιοχή, εκτός από ένα πολύ χαμηλό πρανές, το οποίο αρκούσε μόνο για ένα λόχο ή κάτι τέτοιο. Τους βομβάρδιζαν συνεχώς πέντε πυροβόλα που οι Τούρκοι είχαν τώρα τοποθετήσει κοντά στα Στρεβίνα, και παρόλο που ήταν ευχάριστο να βλέπεις ότι τα βλήματα σχεδόν πάντα έπεφταν στον βάλτο μπροστά τους ή έπεφταν με ένα ακίνδυνο σφύριγμα και εκτοξεύοντας λίγο χώμα στο οργωμένο έδαφος στα νώτα τους, εντούτοις τα θραύσματα που μερικές φορές έσκαγαν με μια λάμψη πάνω από τα κεφάλια τους, τους αναστάτωναν αρκετά, και όλη την ημέρα βρίσκονταν εκεί, στην πιο τρομερή θέση που πρέπει να υπομείνουν τα στρατεύματα, εκτεθειμένα σε διπλά πυρά και ανίκανα να προχωρήσουν ή να κάνουν οποιαδήποτε αποτελεσματική ανταπόδοση των πυρών. Το ασθενοφόρο ήταν πολύ απασχολημένο εκεί, αλλά οι νεκροί δεν μεταφέρθηκαν, διότι δεν άξιζε τον κόπο για τους τραυματιοφορείς να διατρέξουν ένα τόσο ακραίο κίνδυνο για λογαριασμό τους.
Κατά τις δέκα η ώρα, καθώς προσπαθούσα να καταλάβω μέσα από την καταρρακτώδη βροχή τι επρόκειτο να συμβεί, στη συνέχεια, αντιλήφθηκα μια κίνηση του εχθρού την οποία περίμενα εδώ και αρκετή ώρα, με αγωνία. Απέναντι από τα ακροδεξιά μας, το έδαφος στους πρόποδες των βουνών ήταν χαραγμένο από βαθιές χαράδρες και καλυμμένο με συστάδες από έλατα και θάμνους ανάμεσα στους βράχους. Υπήρχαν, ωστόσο, δύο ή τρία μεγάλα ανοιχτά κενά, σαν ξέφωτα, και σε ένα από αυτά είδα ξαφνικά μερικά μαύρα στίγματα να κινούνται γρήγορα και να εξαφανίζονται μέσα στα δέντρα πέρα από αυτά. Παρακολούθησα με προσοχή και σε λίγα λεπτά είδα μια άλλη ομάδα να περνά με τον ίδιο τρόπο. Στη συνέχεια πέρναγαν πιο συχνά, μερικές φορές ένας ή δύο άνδρες κάθε φορά, και κάποιο άλλο λεπτό είκοσι ή περισσότεροι, όλοι τρέχοντας μπουσουλώντας για τη ζωή τους. Δεν μπορούσα πλέον να αμφιβάλλω ότι προσπαθούσαν να στρίψουν δεξιά μας. Εκείνη τη στιγμή ένας βοηθός στρατοπεδάρχη που γνώριζα ήρθε ιππεύοντας εκεί που στεκόμουν και είπε με πολύ σοβαρό ύφος: «Οι απώλειές μας είναι τρομερές. Έχετε παρατηρήσει κάποια κίνηση του εχθρού;»….”. (Πηγή : SCENES IN THE THIRTY DAYS WAR BETWEEN GREECE & TURKEY – 1897, BY HENRY W. NEVINSON, London, J. M. DENT & CO. 29 and 30 BEDFORD STREET, W.C., 1898 – Μετάφραση Α. Καρρά)
Στη φωτογραφία σκίτσο του δυτικού μετώπου του Ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897 στην περιοχή της Άρτας, όπως δημοσιεύτηκε στο New York journal and advertiser (New York [N.Y.]), 21 Aπριλίου 1897