“……Του υπέδειξα αυτό που είχα δει. Παρακολούθησε για λίγα λεπτά και μετά, αφού με ευχαρίστησε, κάλπασε προς το Επιτελείο. Πριν περάσει μισή ώρα, είδα γύρω στους 500 ή 600 Ευζώνους να έχουν ριχτεί στο κακοτράχαλο έδαφος ακόμα πιο δεξιά, έτσι η προέλαση των Τούρκων προς αυτή την κατεύθυνση ελέγχθηκε. Γνωρίζουμε τώρα από στοιχεία από την άλλη πλευρά ότι αυτοί οι Εύζωνοι σχεδόν πέτυχαν να ανατρέψουν ολόκληρη την τουρκική θέση, και αν είχαμε ρίξει τον Τούρκο πίσω πέρα από τα Γιάννενα, θα είχα κάθε λόγο να είμαι περήφανος.
Μετά από αυτό, σχεδόν κάθε κίνηση σταμάτησε και οι δύο πλευρές αντάλλασσαν μολύβι η μία με την άλλη για να δουν ποια θα ενδώσει πρώτη. Αλλά καμμιά από τις δύο δεν συγκινήθηκε: οι άνδρες δεν υποχωρούσαν όταν τους πυροβολούσαν. Μόνο η προέλαση θα τους κλόνιζε. Ώρα με την ώρα από τις έντεκα μέχρι το σκοτάδι, παρακολουθούσα εκείνη τη φρικτή και άσκοπη σφαγή. Η βροχή έπεφτε σαν χείμαρρος, όλος ο ουρανός γεμάτος χαμηλά σύννεφα κρεμόταν από πάνω μας, όλες οι κορυφές των βουνών ήταν κρυμμένες, και κατά μήκος των κορυφών όλων των κορυφογραμμών ο καπνός των τουφεκιών και του πυροβολικού κρεμόταν κι αυτός ακίνητος, σαν κρόσσια λεπτής λευκής ομίχλης.
Αμέσως μετά το μεσημέρι, και πάλι στις πέντε η ώρα, η ροή του μουσκέτου διπλασιάστηκε σαν να επρόκειτο να γίνει επίθεση με τη ξιφολόγχη. Ήταν στη δεύτερη έναρξη που ο συνταγματάρχης Γιαννόπουλος, ο διοικητής του 6ου, σκοτώθηκε από μια σφαίρα στο στόμα του καθώς οδηγούσε άφοβα μπροστά, μέχρι τα εχθρικά τουφέκια, επευφημώντας τους άνδρες του την ώρα της επίθεσης. Αν η προέλαση είχε πετύχει το στόχο της, γνωρίζουμε τώρα ότι κάθε Τούρκος θα είχε φύγει. Αλλά αμέσως μετά, εμφανίστηκαν μεγάλες ενισχύσεις Nizam ή τακτικών στρατευμάτων, και δεν είχαμε ξανά τέτοια ευκαιρία.
Κάποιο άλλο θέαμα ήταν να παρακολουθούμε την επιτυχία των οβίδων που έριχναν τα μεγάλα μας όπλα από την Άρτα και το Πέτα. Θα μπορούσε κανείς να τις ακούσει να σφυρίζουν από πολύ πίσω. Μετά ούρλιαζαν πάνω από τα κεφάλια μας και έφταναν πολύ μακριά, με έναν σιγανό θόρυβο, προς τα εμπρός. Μετά θα ερχόταν ο μεγάλος παφλασμός από την πτώση τους στο σκοτεινό χώμα. Μερικές φορές ο τοίχος ενός χαρακώματος άνοιγε, και μπορούσαμε να δούμε τους Τούρκους να βουίζουν σαν ταραγμένα μυρμήγκια και να τον χτίζουν ξανά. Όλη την ώρα οι Τούρκοι αξιωματικοί περπατούσαν πάνω κάτω. Μερικές φορές ξεπρόβαλαν για μια στιγμή στο στηθαίο, ίσως για να ενθαρρύνουν τους άντρες τους, ίσως για να κρίνουν καλύτερα την απόσταση. Στην πιο μακρινή κορυφογραμμή εκατοντάδες Τούρκοι μαζεύονταν, και έτρεχαν βιαστικά πέρα δώθε, δεν μπορούσε κανείς να καταλάβει γιατί. Μερικές φορές προσπαθούσα να παρακολουθήσω τις κινήσεις ενός ανθρώπου, αλλά ξαφνικά εξαφανιζόταν ή μπερδευόταν με άλλους, και καθώς σιγά-σιγά σκοτείνιαζε, το μόνο που φαινόταν ήταν πορτοκαλί φλόγες σε σειρά, που ξεπηδούσαν μέσα από την ομίχλη. Όλη την ώρα η βροχή χτυπούσε στο έδαφος και ο βρυχηθμός του θανάτου δεν σταματούσε ποτέ. Μέσα στην πυκνή καταχνιά η μάχη συνεχιζόταν, και όλη την ώρα οι διάσπαρτες σειρές από φορεία συνέχιζαν να προχωρούν έρποντας προς την πόλη, κουβαλώντας κάποιον που βογκούσε και ούρλιαζε, ή κάποιον που έμοιαζε εντελώς ακίνητος.
Μερικά περιστατικά πιο κοντά μου έχουν μείνει στο μυαλό μου, καθώς και μερικά λόγια από συνομιλίες, που ήρθαν σαν όνειρο και χάθηκαν ξανά, χωρίς να δύναμαι να πω πότε. Για πολλή ώρα ένας ηλικιωμένος αγρότης με έναν λερωμένο, λευκό μανδύα καθόταν δίπλα μου και κοίταζε τον καπνό μπροστά του, ακουμπώντας το πηγούνι του στην γκλίτσα του. Δύο από τους γιους του ήταν στη γραμμή βολής εκεί στον λόφο. Εξαφανίστηκε, και λίγο μετά, νομίζω τη στιγμή της επίθεσης στις πέντε, πέρασε ένας αξιωματικός με κάποιον ξένο δημοσιογράφο, «Είναι γοητευτικό, έτσι δεν είναι, κύριε, γοητευτικό!» φώναξε ο δημοσιογράφος, και με τη συνήθη ευγένεια του Έλληνα, ο αξιωματικός απέφυγε να τον φτύσει στο πρόσωπο. Για περίπου μισή ώρα περπάτησα προς τα πίσω κατά μήκος των λόφων για να δω αν ερχόταν ενίσχυση. Στο καταφύγιο των ταγμάτων βρήκα παρέες από αγρότες και κατοίκους της πόλης, που βγήκαν να δουν τη μάχη ή επειδή είχαν συγγενείς εκεί. Θυμάμαι ένα μικρό πλασματάκι, περίπου έξι χρονών, να τρέχει απελπισμένο από ομάδα σε ομάδα, φωνάζοντας, “Πατέρα, πατέρα, πού είσαι;” ενώ τα δάκρυα έμοιαζαν να τρέχουν από το μικρό του σώμα. Κάποιος του έδωσε ένα πορτοκάλι, ελπίζοντας να το κάνει να ξεχάσει τον πατέρα του για λίγο, αλλά δεν ξέρω αν τα κατάφερε, γιατί το έχασα από τα μάτια μου μέσα στο πλήθος.
Επιτέλους το έλεος της νύχτας έβαλε τέλος στη μέρα και νιώθοντας σαν τον «Άνθρωπο του Εγκλήματος όταν επιτέλους το πρωσικό κανόνι ησύχασε στο Σεντάν», ξάπλωσα σε μια άδεια σκηνή και προσπάθησα να κοιμηθώ. Αντιλήφθηκα ότι, καθώς η προέλαση ήταν αδύνατη, έπρεπε να υπάρξει υποχώρηση. Και έτσι έγινε, γιατί ακριβώς μετά το ξημέρωμα του Σαββάτου 15 Μαΐου βρήκα τους Έλληνες να αποσύρονται από τις προχωρημένες θέσεις στους λόφους και να συγκεντρώνονται γύρω από τις τουρκικές πυροβολαρχίες στο Ιμαρέτ που σκαπανείς τις ενίσχυαν με οχυρώσεις. Αν οι Τούρκοι είχαν επιτεθεί, θα μπορούσαν να μας είχαν κυνηγήσει στην πόλη και πιθανώς να βγαίναμε από αυτήν, αλλά πάντα αργούν να ακολουθήσουν κάποιο πλεονέκτημα. Μπορούσα να τους δω να κλέβουν σταδιακά στις θέσεις που είχαμε εγκαταλείψει και να τριγυρνούν σε ομάδες αναζητώντας τους νεκρούς. Που και που ο εμφανής ενθουσιασμός μας έλεγε ότι είχαν βρει κάποια πτώματα και τσακώνονταν για τα ρούχα καθώς τα έσκιζαν. Από καιρό σε καιρό ένα κανόνι στην Άρτα έστελνε μια οβίδα καταμεσής, και ήταν ευχάριστο να τους βλέπουμε να τρέχουν μακριά παραβλέποντας την απαίσια δουλειά τους. Αλλά για όλο το υπόλοιπο της ημέρας συνέχισαν να παρατάσσουν όλο το στρατό τους σε μεγάλους αριθμούς, σαλπίζοντας και φωνάζοντας, αν και δεν τολμούσαν να προχωρήσουν….”. (Πηγή : SCENES IN THE THIRTY DAYS WAR BETWEEN GREECE & TURKEY – 1897, BY HENRY W. NEVINSON, London, J. M. DENT & CO. 29 and 30 BEDFORD STREET, W.C., 1898 – Μετάφραση Α. Καρρά)
Στη φωτογραφία “Έλληνες στρατιώτες στα χαρακώματα στον πόλεμο του 1897”. (Πηγή : “NΟTES OF A WAR CORRESPODENT”, Davis, Richard Harding, New York, C. Scribner’s Sons, 1910)