“………Μέχρι το πρωί της Κυριακής δεν είχε μείνει σχεδόν κανένας Έλληνας στρατιώτης στην άλλη πλευρά του ποταμού. Και το απόγευμα της Κυριακής ήρθε μια ξαφνική αναφορά ότι οι Τούρκοι επιτέθηκαν στη γέφυρα. Αμέσως ο πληθυσμός της πόλης και οι στρατιώτες ξεκίνησαν μια τρελή πορεία πανικού, τον χειρότερο πανικό που είδα ποτέ, αλλά και τον πιο σύντομο. Γιατί ένας αξιωματικός που στεκόταν σε μια γωνία του δρόμου παρείχε πολύτιμη υπηρεσία, πυροβολώντας τρεις στρατιώτες καθώς έτρεχαν και ο πανικός σταμάτησε. Όχι όμως πριν οι φρουροί της φυλακής που πανικοβλήθηκαν κλείσουν τις πόρτες, επιτρέποντας στους κρατούμενους να απολαύσουν την πλήρη ελευθερία τους, κάτι που έκαναν χωρίς δισταγμό.
Είχα βρει τώρα το τελευταίο και καλύτερο μου κατάλυμα στην όμορφη αλλά δυστυχισμένη πόλη. Ήταν ένα δωμάτιο σε ένα μικροσκοπικό γαλανόλευκο σπίτι κάτω στην αραιοκατοικημένη συνοικία δίπλα στο ποτάμι. Τεράστιοι έρημοι κήποι με ψηλά τείχη στέκονταν γύρω του, όλοι ερημωμένοι από τον στρατό. Ανήκε σε δύο ηλικιωμένες κυρίες και έναν αόρατο άνδρα, που είχαν όλοι ξεφύγει από την τουρκική καταπίεση στη Γιάννενα μερικά χρόνια πριν. Το δωμάτιο είχε ένα τραπέζι, δύο σανίδες για να κοιμηθώ, και αμέτρητες φωτογραφίες αγίων, έτσι που ένιωσα ξανά αρκετά πολιτισμένος. Στην πέτρινη είσοδο υπήρχε ακόμη και μια βρύση με νερό και μου επέτρεψαν να πλυθώ στα σκαλιά της πόρτας.
Το παράθυρό μου είχε μια όμορφη θέα πάνω από τα κελαριστά ρεύματα και τις δίνες του ποταμού, στους λόφους του Ιμαρέτ και σε ολόκληρο το πεδίο της μάχης. Στον καθαρό ήρεμο αέρα της Κυριακής το απόγευμα μπορούσα να δω λεπτές μπλε στήλες καπνού να υψώνονται από όλες τις θέσεις στους λόφους όπου οι μάχες ήταν πιο σφοδρές. Οι Τούρκοι είχαν ξεγυμνώσει εκεί τους νεκρούς, τους είχαν μουσκέψει με πετρέλαιο και τους έκαιγαν με ένα σωρό από βρεγμένα ξύλα ανάμεσα στα βράχια. Μάλλον έκαψαν μόνο τους Χριστιανούς, γιατί οι Μωαμεθανοί δεν καίνε τους νεκρούς τους, αλλά σε κάθε περίπτωση ήταν ό,τι καλύτερο μπορούσαν να κάνουν. Ωστόσο, ήταν ένα θλιβερό θέαμα, και ακόμα πιο λυπηρό ήταν να βλέπω τις μαύρες μορφές τους να σέρνονται ανάμεσα στις παλιές πυροβολαρχίες που είχαμε εγκαταλείψει, αντικρύζοντάς τες πέρα από το ποτάμι, ακριβώς σε απόσταση αναπνοής από το παράθυρό μου.
Στη μέση εκείνης της νύχτας με ξύπνησε ένα βίαιο ξέσπασμα πυροβολισμών από την πλευρά του ποταμού. Σε αντίθεση με τη σύνεση της κατάστασης, είχα ξεγυμνωθεί, αλλά σκεπτόμενος ότι τώρα επιτέλους οι Τούρκοι είχαν αποτολμήσει να ορμήσουν τη γέφυρα για μια νυχτερινή επίθεση (πράγμα που θα μπορούσαν να κάνουν χωρίς σοβαρές απώλειες ξανά και ξανά), έτρεξα καθώς έβγαινα στο δρόμο για να δω. Ακούστηκαν μερικοί ακόμα πυροβολισμοί, και μετά όλα έμειναν ακίνητα, και τα αστέρια συνέχισαν να λαμπυρίζουν. Καθώς περίμενα, με έπιασε ξαφνικά ένας τρομερός πόνος, υποθέτω από το κρύο, και γύρισα πίσω στο σανιδένιο κρεββάτι μου, άκαμπτος και λαχανιασμένος. Ο Μαύρος, υποθέτοντας ότι θα πέθαινα, έτρεξε ουρλιάζοντας στο διαμέρισμα των ηλικιωμένων γυναικών και αμέσως μια από αυτές έτρεξε δίπλα μου. Ήταν ένα ευγενικό πλάσμα, με πρόσωπο σαν έναν από εκείνους τους εκδικητές που κυνηγούν τον ένοχο για το καλό του. Χωρίς να χάσει στιγμή, άρχισε να χτυπάει και να ζυμώνει στο στομάχι μου με τις σφιγμένες γροθιές της μέχρι που θα μπορούσα να την είχα σκοτώσει κι αυτήν και τον εαυτό μου από τον πόνο.
Χωρίς να προσέξει την αγωνία μου, έκοψε ένα επίπεδο τετράγωνο κομμάτι ψωμί από ένα καρβέλι, κόλλησε ένα όρθιο σπίρτο σε κάθε γωνία, το τοποθέτησε προσεκτικά στο μέση στα πλευρά μου και άναψε τα σπίρτα, έτσι ώστε να φαίνονται σαν ένας λαμπρός βωμός που καίει προς τιμήν κάποιου Κινέζου θεού της όρεξης. Παίρνοντας ένα γυάλινο ποτήρι, το αναποδογύρισε πάνω από εκείνο το βωμό και μετά έμπηξε τις άκρες του βαθιά μέσα στη σάρκα μου. Οι φλόγες, αφού έκαψαν αμέσως τον αέρα μέσα στο ποτήρι, έσβησαν και, δημιουργώντας ένα κενό αέρα, φαινόταν σαν όλο το περιεχόμενο του σώματός μου να τραβιόνταν μέσα σ’ αυτό το ποτήρι προκαλώντας μου τον μεγαλύτερο πόνο. Στο μεταξύ, η θεά του πεπρωμένου, σηκώνοντας τα μάτια και τα χέρια της στον ουρανό, άρχισε να μουρμουρίζει προσευχές και λόγια μαγικά, που δυστυχώς δεν μπορούσα να καταλάβω. Αλλά κοιτάζοντάς αυτήν και μετά το ποτήρι και θυμούμενος μια Θεσσαλική σκηνή στον Απουλήιο, ξέσπασα σε γέλια, και ίσως οι μαγικές λέξεις είχαν αποτέλεσμα, έτσι η ανάκτηση των δυνάμεών μου από λεπτό σε λεπτό προχωρούσε καλά. Πριν περάσει μια ώρα, ο πόνος είχε φύγει, και η ηλικιωμένη γυναίκα, καθώς με σκέπαζε με μια κουβέρτα, ανακοίνωσε ότι αν δεν ήταν επιτυχείς αυτές οι μαγείες, θα είχε δοκιμάσει μια άλλη μέθοδο ακόμα πιο ισχυρή, αλλά το μυστικό της πλησιάζει πολύ τα βάθη της ύπαρξης για να επαναληφθεί ξανά……”. (Πηγή : SCENES IN THE THIRTY DAYS WAR BETWEEN GREECE & TURKEY – 1897, BY HENRY W. NEVINSON, London, J. M. DENT & CO. 29 and 30 BEDFORD STREET, W.C., 1898 – Μετάφραση Α. Καρρά)
Στη φωτογραφία, λιθογραφία με τίτλο “Τελευταίος ασπασμός προς θνήσκοντα αξιωματικόν”. (Πηγή : Ιστορία του Ελληνοτουρκικού πολέμου: από της ενάρξεως της τελευταίας Κρητικής επαναστάσεως μέχρι του πέρατος του πολέμου, γραφείσα επί τη βάσει των επισήμων εγγράφων και των ασφαλεστέρων πληροφοριών μετά πολλών εικόνων και τοπογραφικών χαρτών / Ηλία Ι. Οικονομοπούλου, Εν Αθήναις: Εκδοτικόν κατάστημα Γεωργίου Δ. Φέξη, 1897).