Στο Γυμνάσιο της Άρτας στις αρχές του 1900….

“………Ο Γυμνασιάρχης μας ήταν φανατικός καθαρευουσιάνος, οπαδός καί θαυμαστής τών καθηγητών του Πανεπιστημίου Μιστριώτη καί Κόντου. Διαβασμένος γραμματοδάσκαλος, μέ καλό μεταδοτικό, αλλά στενοκέφαλος. Τά κείμενα τών άρχαίων ήταν γι’ αύτόν πρακτική εφαρμογή τών κανόνων τής Γραμματικής καί του Συντακτικού του Κατεβαίνη……………

Ή Χριστιανική Ηθική ήταν τό πάθος του. Σέ κάθε μάθημα θάβρισκε αφορμή να κάνει μιά παρέκβαση γιά νά μάς αναπτύξη κάποιο σχετικό θέμα. Ή παρακολούθηση τών εξωσχολικών βιβλίων καί περιοδικών πού διαβάζαμε ήταν τέλεια οργανωμένη αστυνόμευση. Από τό πρακτορείο τών Εφημερίδων, από τά βιβλιοπωλεία, από τον επιστάτη τού Γυμνασίου, καί από έμπιστους μαθητές τής ευμένειάς του, πού τούς είχε πληροφοριοδότες (τώρα μέ τον καινούργιον νεολογισμό αύτούς θά τούς λέγαμε «καρφιά» ) μάθαινε τί λογής βιβλία καί περιοδικά διαβάζαμε.

Εγώ καί ό μακαρίτης φίλος μου Ν.Π. καί κάμποσοι ακόμα συμμαθητές μας, οπαδοί τής δημοτικής – χωρίς καθόλου νά υστερούμε στ’ αρχαία – αγαπούσαμε τήν λογοτεχνία καί διαβάζαμε τό «ΝΟΥΜΑ». Καί διψώντας γιά πλατύτερη μάθηση άγοράζαμε, αλληλοδανειζόμασταν καί διαβάζαμε από τά παραπάνω βιβλία. Καί φυσικά στις συντροφιές μας, μέ τις απλερες άκόμα δυνάμεις μας, σχολιάζαμε τις εντυπώσεις μας άπό τά διαβάσματά μας. Ό Γυμνασιάρχης μας πού έβλεπε στά βιβλιοπωλεία αυτά τά βιβλία κι ανησυχούσε «διά τήν ηθικήν καί πνευματικήν μας μόλυνσιν», συχνά μάς σύσταινε νά αποφεύγουμε τούς παραπάνω συγγραφείς.Τούς ελεγε κοροϊδευτικά «φιλοζόφους». «Σκοτίζουν αντί νά φορτίζουν τό πνεύμα σας». Μά, κατά ποιά μεριά είταν ό «ζόφος», – τό σκοτάδι – ποιός τολμούσε νά του αντιμιλήσει ;

Είμασταν στήν τελευταία τάξη του Γυμνασίου (1920). Όταν έμαθε τά παραπάνω διαβάσματά μας, έγινε θηρίο. Κι’ ο λαχνός τής δοκιμασίας επεσε σέ μένα καί στον φίλο μου Ν.Π.

Ένα πρωί πού είχαμε μάθημα αρχαίων – Ηλεκτρα του Σοφοκλή – μάς εβγαλε μάθημα. – Πήραμε τά βιβλία μας καί βγήκαμε κοντά στήν έδρα, ήσυχοι κι ανύποπτοι, γιατί ειμασταν πάντοτε διαβασμένοι. Πρώτος στή σειρά ό Ν.Π. Μ’ ένα ύφος οργισμένο, φανερά εχθρικό, τον διάταξε : «Λέγε τό Σύμβολον τής Πίστεως – Τό Πιστεύω». Έκπληξη στήν τάξη καί σ’ έμάς ταραχή. Άρχισε ό καύμένος Ν.Δ. νά τό λέει. Κι εκεί πού εγώ τον καλοτύχιζα πού τά κατάφερνε μιά χαρά καί καρδιοχτυπούσα κι αναρωτιόμουνα τί τάχα θά σκαρφισθεί νά μέ βάλει νά πω εγώ, ξαφνικα ο Ν.Π. μπέρδεψε τή σειρά, τάχασε, ξερόβηξε και σταμάτησε. Τήν ίδια στιγμή ένα σύγκρυο πανικού πέρασε τή ραχοκοκκαλιά μου. Η γλώσσα μου καί τό λαρύγγι μου ξεράθηκαν καί κόλλησαν. Τ’ αυτιά μου βούιζαν κ’ όταν, όπως τό περίμενα, με διάταξε νά συνεχίσω εγώ παρακάτω, έμεινα άναυδος, απολιθωμένος. Τό «Πιστεύω» καί τό «Πάτερ ημών» χιλιοειπωμένα σ’ όλα μας τά μαθητικά χρόνια, στό Σχολείο καί στήν Εκκλησία, τά ξέραμε καί τά λέγαμε μέ άνεση καί ακρίβεια σάν άπό δίσκο γραμμοφώνου. Ή εμπλοκή, τό σταμάτημα τής βελόνας, ήταν άποτέλεσμα του ψυχικού συγκλονισμού άπό τον αιφνιδιασμό καί τήν έχθρική μεταχείριση που μας παρέλυσε. Μας κοίταζε τώρα ικανοποιημένος γιά τό κατόρθωμά του, όπως θά κοίταζε ό κυνηγός δυο λαγούς πού πιάστηκαν στά σιδερένια δόκανά του. Νέκρα στήν αίθουσα. Γιά μιά στιγμή τόλμησε ο Ν.Π. νά μουρμουρίση παραπονετικά : – «Κύριε Γυμνασιάρχα δεν έχουμε μάθημα Θρησκευτικά, έχουμε Αρχαία, Ηλέκτρα». Αυτό ήταν. Αυτό περίμενε. Μέ μιας άστραψε καί βρόντησε ό κεραυνός : «Αυτά είναι τά αποτελέσματα των αθεϊστικών βιβλίων καί περιοδικών τά όποια διαβάζετε, σεις καί μερικοί άλλοι. Απαρνηθήκατε τήν πίστιν καί τήν θρησκείαν σας καί απεξενώθητε από τά Ιερά Γράμματά της. Γι’ αύτό τά λησμονήσατε – Απαρνηθήκατε και περιφρονείτε τήν γλώσσα των ενδόξων προγόνων σας καί αντ’ αυτής, τήν οποίαν

θαυμάζει όλος ό πολιτισμένος κόσμος, διά τον πλούτον καί τό κάλλος της, εγίνατε θαυμασταί τής χυδαίας γλώσσης των τσομπαναραίων, καί των αγροίκων, των αμαθών καί τών αγραμμάτων. Καί εγίνατε επί πλέον κακόν παράδειγμα διά τούς λοιπούς συμμαθητάς σας μέ τάς μωροδοξίας σας. Εάν δέν σύνελθετε, δέν θά έχετε πλέον θέσιν εις αυτήν τήν αίθουσαν.Καθήστε. Διά τήν τύχην σας θά άποφασίση ο Σύλλογος τών κυρίων καθηγητών. Τό άπόγευμα νά ελθετε εις τό Γραφείον μου μετά τών κηδεμόνων σας». Υπόδικοι λοιπόν. Μύριζε αποβολή…..

Αξιολύπητοι, εξουθενωμένοι από τήν ταπείνωση καί τήν αγωνία γιά τήν τύχη μας, γυρίσαμε καταντροπιασμένοι στά θρανία μας καί λουφάξαμε.Τό απόγευμα πήγαμε, στό Γραφείο, εγώ μέ τον πατέρα μου καί ό Ν.Π. με τον πάππο του, πού ήταν εφημέριος στον ‘Αγιο Σπυρίδωνα τής Άρτας.

Όσα μας έψαλλε τό πρωί, τά είπε διπλά καί τρίδιπλα στούς κηδεμόνες μας. «Σας εκάλεσα νά σάς πληροφορήσω ότι τά παιδιά σας πήραν τον κακό δρόμο. Σεις μοχθείτε ό ένας μέ τό μπρίκι (ό πατέρας μου ειχε καφενείο) καί σύ Παπαβασίλη μέ τό πετραχήλι, νά τούς κάμετε ανθρώπους καί αυτοί εγκατέλειψαν τά μαθήματά των καί διαβάζουν βιβλία καί περιοδικά αθεϊστικά, γραμμένα όχι στη γλώσσα των εγγραμμάτων την οποίαν τούς διδάσκομεν, αλλά των χωρικών καί τών θαμώνων των καφενείων.Λυπούμαι καί σάς καί αυτούς τούς ανοήτους, οί οποίοι έφθασαν εις τό χείλος του κρημνού, εις την καταστροφήν του μέλλοντός των καί μάλιστα τώρα ότε εγγύζουν εις τό τέρμα τών σπουδών των. Δέν θέλω νά τούς καταστρέψω, έχω ομως εύθύνην απέναντι τής Πολιτείας. Εάν θέλουν νά σωθούν, θά μου υποσχεθούν εδώ, ενώπιον σας, οτι μέχρι τέλους του σχολικού έτους, οπότε θά γίνουν ακαδημαϊκοί πολίται καί θά εξέλθουν τής δικαιοδοσίας μου, δέν θά πιάσουν στά χέρια των κανένα από αυτά τά βρωμερά βιβλία καί περιοδικά κ.λ.π.».

 Κι όταν τελείωσε, πρίν προλάβουν νά συνέλθουν από τά οσα άκουσαν φοβερά καί τρομερά οί κεραυνόπληκτοι κηδεμόνες μας, γύρισε σ’ εμάς κι’ επιτακτικά, κοφτά, μάς ρώτησε : Λέγετε, τό υπόσχεσθε ; Κι οί δυο μ’ ένα στόμα : – «Τό υποσχόμεθα κύριε Γυμνασιάρχα».

—«Θά παρακολουθήσω αγρύπνως την διαγωγήν σας». – «Μάλιστα κύριε Γυμνασιάρχα».

Ό βραχνάς πέρασε. Ανασάναμε. Καθώς ήταν μπροστά μου ό Παπαβασίλης, ό νους μου πήγε στήν ιεροτελεστία του βαπτίσματος, μέ την γνωστή έρωτοαπόκριση.

—Αποτάσσει του Σατανά,

—Απεταξάμην…..

Ως που νά φτάσουμε στο τέλος του Σχολικού έτους, κόπηκαν μέ τό μαχαίρι ό ΝΟΎΜΑΣ, τά «φιλοζοφικά» καί τ’ άλλα εξωσχολικά βιβλία κι οί συντροφιές. Παντού υποψιαζόμασταν πώς τά μάτια καί τ’ αυτιά του Γυμνασιάρχη μάς παρακολουθούσαν. Προβαστήκαμε καί οί δυό.

Μόλις έβαλα τό απολυτήριο στο χέρι, πρώτη μου δουλειά ήταν νά στείλω ν’ αγοράσω τά τεύχη τού ΝΟΥΜΑ, πού δέν ειχα πάρει στο διάστημα τής «καραντίνας», τής απαγόρευσης. Κι έτσι ακέριον αυτόν τον τόμο, τον έχω όμορφα δεμένον, ακριβό κειμήλιο καί νοσταλγικό ενθύμιο τής νεανικής μαθητικής μου ζωής….” (Πηγή : “Σχολεία και παιδεία στην Άρτα, στις αρχές του αιώνα μας”, Νίκος Ευταξίας, ΣΚΟΥΦΑΣ, Τόμος ΣΤ’, 1979)

Στη φωτογραφία “Σχολικό έτος 1948-49 :Ο Βασίλης Καρατσιώλης με συμμαθητές του σκάβουν τον κήπο του σχολείου και βγάζουν τις πέτρες της αυλής”. Φωτο από το αρχείο Β. Καρατσιώλη, όπως δημοσιεύτηκε στο βιβλίο του Ε. Ιντζέμπελη ΜΙΑ ΑΝΑΔΡΟΜΗ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ 1ου ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΑΡΤΑΣ, Πάτρα, 2013)

Δημοσιεύθηκε στην Η Εκπαίδευση στην Άρτα. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *