“……Στη γωνία των οδών Σκουφά & Φλέμινγκ, πάντα δεξιά όπως κατεβαίνουμε μετά το προαύλιο του 1ου Δημοτικού Σχολείου, υπήρχε το καφενείο του Δημήτρη Ντόκορου. Μετά το καφενείο του Ντόκορου (πρώην Τσαντούκλα, πατέρα του Μάριου), ήταν το οπωροπωλείοτου Κώστα & Βασίλη Μπότσα (πρώην καλαθάδικο Ι. Τζαχρήστα). Δίπλα ήταν η οικοδομή Λάκη Βαρδακούλα, που έμενε ο ίδιος. Στο ισόγειο πρώτο ήταν το εστιατόριο των αδελφών Μάρκου & Μήτσου Κούκου. Δεν ήταν λίγοι αυτοί που έφταναν το πρωί από τα Καμποχώρια για να φάνε εκεί τον πατσά. Στην ίδια οικοδομή συνέχιζε το ισόγειο ιατρείο του παθολόγου Λ. Βάρδια, που διέμενε στον πρώτο όροφο και το κρεοπωλείο Βασίλη Κούση (πρώην κουρείο Τάσου Καραμάνη και μπακάλικο Κοντοδήμα). Αμέσως μετά ήταν το οπωροπωλείο Βασίλη Γκεζέρη (αργότερα ανθοπωλείο Σόφης Βάτζου) και στη γωνία της στοάς το καφενείο Λάζαρου Τσόλκα (πρώην Σπ. Τσιάπαλη). Μπαίνοντας στη στοά υπήρχε «το χρυσό μου», δηλαδή ο Βασίλης Μίντζας με την ψησταριά και το υπέροχο κοκορέτσι, σπληνάντερο, φρυγαδέλι και άλλους μεζέδες. Κάθε απόγευμα ως τις 11 το βράδυ, ο Βασίλης έψηνε και το Μουχούστι μύριζε τσίκνα, ενώ μόλις έβγαινε κάθε σούβλα φώναζε « έλα το χρυσό μου». Βοηθούς είχε τον φορτοεκφορτωτή Βαγγέλη Αυγερινό και σε ημέρες φόρτου τον Νίκο Καλπακούλα, που εργαζόταν στα σφαγεία και τον τροφοδοτούσε με κρέατα για ψήσιμο. Στο βάθος της στοάς, το παλιό χάνι είχε μετατραπεί σε λαναροκλωστήριο των Χαρ. Κάππη και Κ. Καραπάνου, ενώ μπροστά, στη γωνία της στοάς ήταν έκθεση ποδηλάτων του Χρ. Σχίζα και στον πίσω χώρο το συνεργείο με τον γιό του Σχίζα και τον Λ. Ανυφαντή.
Στη συνέχεια ήταν ο γνωστός σε όλους φούρνος Γουνόπουλου, με ψήστες τους Δ. Μεγαπάνο και Γ. Τσιότσο. Τα αδέλφια Κώστας και Άρης Γουνόπουλος ήρθαν στην Άρτα το 1922 από το παραθαλάσσιο Ορντού (Κατύωρα) του Πόντου. Ο Άρης εργαζόταν στο φούρνο Σιώτα, πριν το παλιό νοσοσκομείο. Μετά την κατεδάφιση του φούρνου Σιώτα, άνοιξε το 1975 λίγο πιο πάνω τον ξυλόφουρνο που γνωρίσαμε, απέναντι από την κατάληξη της οδού Τζουμέρκων στη Σκουφά, με τους τρεις γιούς Φώτη, Κώστα και Μίμη και την αδελφή τους Σοφία. Στη συνέχεια επεκτάθηκαν στην πόλη με δυο ακόμα μοντέρνους, γερμανικούς φούρνους. Ο δεύτερος ήταν στην αρχή Σκουφά γωνία με Γκοτζούλα, πιο πάνω από τον Άη Γιώργη και ο τρίτος στη γωνία Βασιλέως Πύρρου και Καραπάνου, απέναντι από τον κινηματογράφο Παλλάς. Τη διακίνηση ψωμιού μεταξύ των φούρνων και στα χωριά έκανε ο επαγγελματίας οδηγός Ι. Σταυρόπουλος.
Έπειτα από τον φούρνο ήταν αρχικά εστιατόριο και αργότερα μεζεδοπωλείο των Κ. Νικολάκη και Γρ. Βούβαλη, δίπλα το στενό ποδηλατάδικο του Λάμπρου Γκούβελου, του τρίτου από τα μέλη της Φιλαρμονικής του Μ/Φ Συλλόγου «Ο ΣΚΟΥΦΑΣ» που ζούσαν στο Μουχούστι, αφού έπαιζε υπέροχο αλτικόρνο (είδος κορνέτας) με τους άλλους δύο μουσικούς Δημ. Παναγιώτου και Ι. Μανέγα. Δίπλα υπήρχε το γαλακτοπωλείο Μαστρογιάννη και το καλαθάδικο του Ε. Γιαμούρη. Στη συνέχεια ήταν το ποδηλατάδικο του Σπύρου Ντάλια, που το επέκτεινε σε αντιπροσωπείες τρακτέρ , φρέζες, αργαλειούς και γεωργικά μηχανήματα. Τέλος, στη γωνιά Σκουφά και Καμηλών, ο πολύ παλιός φούρνος Σιώτα….” (Απόσπασμα από άρθρο του Παναγιώτη Μάνθα με τίτλο ΜΟΥΧΟΥΣΤΙ ΑΡΤΑΣ ’60 – ’70, όπως Δημοσιεύτηκε στο Περιοδικό του Μ/Φ Συλλόγου ΣΚΟΥΦΑΣ, τχ. 108, Άρτα, 2020)
Στη φωτογραφία “1960ς – Ο Φούρνος Γουνόπουλου και δίπλα το Ξυλουργικό εργοστάσιο Γ. Χρηστογιάννη – μάλλον πριν γίνει εστιατόριο(?)”. (Φωτο από ιδιωτική Συλλογή)