“…..Να μην τα πολυλογούμε, φτάσανε καλά στο παζάρι. Πιάσανε μεριά και δέσανε τα ζώα στο χώρο της ζωοπανήγυρης….Ο Νικόλας τράβηξε ίσια για του Συγκούνα. Τούτος ο καπάς ράφτης ήταν ακουστός για τη μαστοριά του στο ράψιμο της κάπας – δεν έβαζε ποτέ νερό στις πλάτες. Παλιός στην τέχνη. Και τ’ όνομά του μαρτυράει ότι ο παππούς του έφτιαχνε σεγκούνες αντρικές. Καλότυχος που μπήκε κι ο γιός του στην τέχνη του καπά και κάθε χρόνο νάτος στο παζάρι της Φιλιππιάδας.
Εδώ στου Συγκούνα τσοπαναραίοι και χωριάτες κτηνοτρόφοι δοκίμαζαν και ξαναδοκίμαζαν κάπες. Διάλεξε κι ο Νικόλας μια και την πήρε πάνω του. Όχι για τίποτε άλλο, απλώς να δει πως του έρχεται στο μάκρος. Μη και του σβαρνιέται δηλαδή. Κι η Νικόλαινα που γνώριζε τη ραψιά του Συγγούνα, δε θάχε να πει τίποτε στο Νικόλα.
«Με γειά! Καλό ξεχειμώνιασμα». Πλήρωσε και την πήρε παραμάσκαλα. Του ‘δειξαν και τα γαιδούρια να διαλέξει.
-Καλά, έκανε εκείνος. Από γομάρια στο παζάρι της Φιλιππιάδας, άλλο καλό. Παίρνω το καλύτερο αύριο, το καβαλάω και πάω για το χωριό μου!….”
(Άρθρο του Χρήστου Σκανδάλη, Πρεβεζιάνικα Χρονικά, τχ. 37-38, Πρέβεζα, 2001 που μπορείτε να το διαβάσετε στο λινκ https://ejournals.epublishing.ekt.gr/index.php/prevchr/article/view/29222 )
Στη φωτογραφία μια σκηνή από το παζάρι στη Φιλιππιάδα το 1971, από το ίδιο άρθρο.