ΤΑ ΓΙΟΡΤΑΣΙΑ ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΣΤΟ ΓΡΑΙΚΙΚΟ ΤΩΝ ΤΖΟΥΜΕΡΚΩΝ

“……..Εμένα βέβαια με συγκινούσαν ιδιαίτερα και οι γιορτές «τ’ Άισπυρίδωνα» και «τ’ Άιλευτεριού», λίγοι ήταν οι εορτάζοντες στη γειτονιά και μικρές οι προσδοκίες μας για κάνα λουκούμι ή και καμιά νηστίσιμη τηγανίτα, όμως οι γιορτές αυτές σήμαιναν ότι κοντοζυγώνουν τα Χριστούγεννα, όπου θάρχονταν ο πατέρας μου απ’ το ταξίδι, είχα να τον δω απ’ το προηγούμενο Πάσχα. Εκεί την προπαραμονή ανεβαίναμε στην πλατεία να τον υποδεχτούμε, όπου θάρχονταν με το λεωφορείο (καρνάβαλο), φίσκα στους ταξιδιώτες, κάμποσοι στη γαλαρία και κάνα δυο -τρεις, οι πιο νέοι, στο φτερό, και νάρχονται έτσι απ΄ την Άρτα, 5-6 ώρες δρόμο τότε, με στάση στη Μπουλιάνα (Καλλονή) για φαγητό. Η χαρά μας απερίγραπτη καθώς βλέπαμε τον πατέρα μας να κατεβαίνει απ΄ το λεωφορείο, πάντα καλοντυμένος με κουστούμι και γραβάτα, όπως οι περισσότεροι τότε, του φιλούσαμε το χέρι, μας χάιδευε στα μαλλιά, άγγιγμα θεού, ανεβαίναμε στα επουράνια, και μετά στο σπίτι, καθώς άνοιγε τη μεγάλη κοκκινόμαυρη καρώ βαλίτσα – ακόμα έχω τη μυρωδιά της στη μύτη μου – και έβγαζε από μέσα τα καινούργια κουστούμια, τα καινούργια πουκάμισα, τα καινούργια παπούτσια και τα δοκιμάζαμε, η απόλυτη ευτυχία, αυτές τις μέρες αισθανόμασταν πλούσιοι, και ήμασταν πλούσιοι, πλούσιοι σε συναισθήματα, σε χαρές σε μικροαπολαύσεις…..
Στις διακοπές των Χριστουγέννων, ιδιαίτερα την Πρωτοχρονιά – γυμνασιόπαιδα – είχε κάθε βράδυ χαρτοπαιξία. Με το που έπιανε να σουρουπώνει, μαζευόμασταν στο καφενείο τ’ Γιάν’ Ντούλα και στρωνόμασταν στο τζόγο, φόρο τριανταένα. Ο Γρηγόρης, τζογαδόρος από μικρός – είχε πάρει απ’ τον μπάρμπα μας τον Αλέξ’ – τα είχε χάσει όλα, λέει στον Κώστα Ντ. «δεν έχω άλλα να ποντάρω, μου δίνεις δανεικά;», ο Κώστας, έπαιζε μάννα, τα έπαιρνε χοντρά, «τεράστια κωλοφαρδία», «τί να σου δώσω ρε μαλάκα, εγώ χάνω απ’ τα κερδισμένα», βγάζει ο Γρηγόρης το σακάκι, που τούχε πάρει ο πατέρας για τις γιορτές – ένα μπεζ, με μικρές καφέ μαργαρίτες – το βάζει πάνω στο χαρτί «παίζω ρέστα το σακάκι μου», το χάνει, δεν του το παίρνει η μάνα.
Δεν έχει σημασία, μετά όλη η παρέα μαζί συνεχίζαμε στη χασαποταβέρνα του Βασίλ’ Ντούλα, με τα έξοδα πληρωμένα απ’ τους κερδισμένους – πλήρωνα σχεδόν πάντα – κοκορέτσι και φριγαδέλι απ’ τα χέρια του Βασίλη του «Μερακλή», θεός πεντανόστιμα, κρασί Δεμέστιχα (πολυτελείας τότε), σερβίρισμα απ’ την υπέροχη Μαρία, τραγούδια στο ηλεκτρόφωνο με το φοβερό ρεπερτόριο, πρώτα λαικά, μετά δημοτικά, χορός γλέντι, σπασίματα κάτω απ’ το τραπέζι, τα μπουκάλια και τα ποτήρια «γόνα», χαμός μέχρι αργά μετά τα μεσάνυχτα…..μια φορά τύφλα στο μεθύσι, πετάξαμε και τη σόμπα με τα μπουριά απ’ το παράθυρο, και νάμαστε 15χρονοι, όμως έτσι φτιάχτηκαν οι παρέες και οι φιλίες, έτσι μάθαμε να γλεντάμε…. (Πηγή: ΜΝΗΜΕΣ, Χ. Θ. Καραβασίλης, Άρτα, 2021)

Στη φωτογραφία “Ιούλιος 1964, στην πλατεία του Γραικικού, μπροστά στο βακούφικο μαγαζί και το λεωφορείο καρνάβαλο της γραμμής Άρτα – Γραικικό, μεταξύ άλλων διακρίνονται οι χωριανοί από αριστερά κάτω : Γιαννούλα Τριανταφύλλου, Χρήστος Τριαντάφυλλος…..στη μέση Μαρία Ντούλα, Βασίλης Ντούλας, ο μικρός Κώστας Β. Ντούλας, Γιωργίτσα Ντούλα, Νούσιω Σβεντζούρη, πίσω μπάρμπα Μήτσος Λιάπης”
(Φωτο από το αρχείο Κώστα Β. Ντούλα όπως δημοσιεύτηκε στο ίδιο βιβλίο)

Δημοσιεύθηκε στην Τα Τζουμέρκα και τα χωριά τους. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *