“Παρ’ όλο που η Άρτα ήτο πλέον Ελληνική, τίποτε όμως δεν την ημπόδιζε να εξακολουθή την ζωήν εκείνην που έκαμνε ως Τουρκική. Τα ήθη κ’ έθιμα, καίτοι παρήλθον 15 χρόνια από την ελευθέρωσίν της, παρέμειναν σχεδόν τα ίδια. Το πάρε-δώσε με τους Τούρκους της Γέφυρας δεν εξέλειπεν. Η ζωή της πόλεως ακμαία όπως πάντοτε. Μα τίποτε, τίποτε δεν ήλλαξε πλην της λέξεως «Ελληνική».
Αλλά και ως Ελληνική, τί ήθελες να κάμη; Να καταργήσει τα Καφέ – Σαντάν – που και ως χθες ακόμη εν μέσαις Αθήναις ωργίαζαν – για να πάρη το όνομα της ηθικής; Την Ηθικήν την είχε και θα την έχη πάντοτε. Προς τί λοιπόν;
Κι έτσι εξακολουθούσε το 1903 να διατηρή τρία Καφέ Σαντάν, του Βασίλη Χατζοπούλου, των αδελφών Λαλάκου και ένα άλλο απέναντι στον πλάτανο (πηγάδι). Στα τρία αυτά Καφέ Σαντάν γλεντούσε χειμώνα – καλοκαίρι, όχι μόνον η νεολαία της πόλεως αλλά και η νεολαία του χωριού και οι Τούρκοι αξιωματικοί και στρατιώται. Πολλάκις εσημειούντο μεταξύ των δυσάρεστα επεισόδια με αιματηρά αποτελέσματα και εις βάρος πάντοτε του καφετζή.
Οι πιο θερμόαιμοι τότε νέοι ήτανε ο Ευάγγελος Σιαπέρας, ο Αποστόλης Τσέτης, ο Γ. Πίσπιρης, ο Καρακώστας και ο Καζαμίας ο μεγάλος. Εάν αυτοί όλοι γλεντούσαν στο ίδιο Καφέ – Σαντάν, ήτο αδύνατο να μείνουν τα ποτήρια, οι καθρέφτες και οι μπουκάλες της μπύρας εις την θέσιν των και για όλα αυτά η αιτία μια γυναίκα……
Ένα επεισόδιο τέτοιο έγινε ακριβώς την ίδια ως άνω χρονολογία με ήρωες (για λόγους ευνόητους αποσιωπώ τα ονόματά τους) εις το Καφέ- Σαντάν του Β. Χατζοπούλου, για τα μάτια μιανής ώμμορφης μελαχροινής σαντέζας, που τη λέγανε Ουρανία. Εάν εδούλευε ο Βασίλης τότε, εδούλευε προς χάριν αυτής, που εγλένταγε η νεολαία και τα έσπαζε. Πόσες φορές ο καυμένος ο Βασίλης δεν είπε να διώξη και γυναίκες και βιολιτζήδες, αλλά κ’ έπειτα τί να κάνη; Ο καφές αν έβγαζε τα γοβιά, τα έξοδα δεν τα έβγαζε, κ’ έτσι έδινε τόπο στην οργή ώσπου ήρθε το μοιραίο…. «Το δικό μου τραγούδι θα παίξης», «Όχι το δικό μου θα παίξης», «Και τί είσαι σύ;», «Να τι είμαι γω». Και η μπουκάλα έσπασε στα πόδια της άλλης παρέας. Αυτό ήταν. Η ομηρική μάχη συνήφθη….. Το Καφέ – Σαντάν του Βασίλη εδονείτο από τα σπασίματα των ποτηριών, τραπεζιών, καρεκλών και αυτών των καθρεφτών. Τα πιστόλια εξήχθησαν και τα μαχαίρια ήστραψαν. Οι πελάται εμαζεύτηκαν στην αυλή του καφενείου σταυροκοπούμενοι. Οι βιολιτζήδες και οι γυναίκες εκλείστηκαν σ’ ένα δωμάτιο, ενώ ο Βασίλης έκαμνε το λογαριασμό της συμφοράς κρυμμένος στο μπουφέ. Αφού πλέον τα σπάσανε όλα, εβγήκαν στο δρόμο να συνεχίσουνε και να αναστατώσουν τον κόσμο. Την επομένην ο Βασίλης, κρατώντας το κεφάλι του εσκέπτετο : Να διώξη την Ουρανία ή όχι; Ευτυχώς η λύσις ευρέθη, η Ουρανία ενυμφεύθη αμέσως έναν λεβέντη από ένα γειτονικό χωριό της Άρτας. Έκαμε παιδάκια και ήταν – ίσως και να είναι – το πρότυπον της ηθικής και της νοικοκυροσύνης του χωριού…..” (Χρονογράφημα του Θεόδωρου Δ. Ζαχαρή στην εφημερίδα Ελεύθερος Λόγος, 31 Οκτωβρίου 1936)
Στη φωτογραφία «Ερωτική συνάντηση σε καφενείο του Μεσοπολέμου». Χαρακτικό του Γιάννη Μόραλη από το βιβλίο «ΧΑΡΑΚΤΙΚΑ», Γ. Μόραλης, εκδ. «Βέργος», 1993.