Τα κουρνόπ’λα

“……Τα βυζαντινά μνημεία τα γνώρισα από τα κουρνόπουλα! Μη σας φαίνεται παράξενο, αλήθεια σας λέγω. Ήταν της μόδας στα παιδικά μας χρόνια, να πιάνουμε κουρνόπουλα, να τα ημερώνουμε, να τα μαθαίνουμε παιγνίδια.

Τα περισσότερα παλιά σπίτια κάτω από τα κεραμίδια, δίπλα απ’ τις στέγες, άφηναν μικρά κενά σα θυρίδες. Εκεί οι κρούνες χώνονταν κατά δεκάδες κι’ έφκιαναν τις φωλιές τους. Ήταν τόσος ο θόρυβος που έκαναν, ώστε οι νοικοκυραίοι το μεσημεροκαλόκαιρο ήταν αδύνατο να κοιμηθούν. Προσπαθούσαν βέβαια με κάθε μέσο να τις διώξουν, μα τίποτα δεν γίνονταν αφού δεν βούλωναν τις τρύπες. Περίμεναν να τις διώξουμε εμείς. Το κακό όμως με μας ήταν μεγαλύτερο, χαλούσαμε τα κεραμίδια για τον ξολοθρεμό τους. Η Αγροτράπεζα μοίραζε δηλητηριασμένο καλαμπόκι να το ρίχνουμε στα κεραμίδια, αλλά τ’ αποτελέσματα ήταν μηδαμινά. Μαζεύονταν τόσο πολλές πάνω από την πόλη, που το πέταγμά τους έμοιαζε σα σύννεφο που δεν αφήνει τον ήλιο να περάσει.

Οι παλιότεροι βέβαια θα το θυμούνται. Κενά (τρύπες) είχαν και τα Βυζαντινά μνημεία που τα προτιμούσαμε, γιατί κανένας δεν μας έκανε παρατήρηση. Ήταν βλέπεις ΕΡΗΜΑ! Τα κουρνόπουλα τα βρίσκαμε στα διαζώματα, στους τρούλλους, στα καμπαναριά και στα τζαμιά.

Μας έλεγαν οι μεγάλοι να μην ανεβαίνουμε στα τζαμιά, γιατί οι πεθαμένοι Τούρκοι βρυκόλιαζαν και θα μας γκρέμιζαν. Εμείς είχαμε βρει το αντιφάρμακο : Φορούσαμε φυλαχτά από ευλογημένο λιβάνι, που σαν ζύγωναν οι καταραμένοι, έφευγαν, πήγαιναν στα τσακίσματα. Απ’ τα κουρνόπουλα δωρίζαμε ή πωλούσαμε όσα απ’ αυτά ήταν πεταλούδικα (εύσωμα). Τ’ αγόραζαν οι μαγαζάτορες, τα ημέρωναν, τα γύμναζαν, ανέβαιναν στα πόδια τους, στους ώμους του, παίρναν το φαγητό από τα χέρια τους ή το τσιμπούσαν από καταγής, όπως λέγαμε. Περπατούσαν στα πεζοδρόμια, δεν φοβόντουσαν τον άνθρωπο, αν τάπιανε κανένας άγνωστος τον τσίμπαγαν.

Κάποτε, κάποιος ξένος Βυζαντινολόγος που ήρθε να μελετήσει την Παρηγιορίτσα και είδε να μη φεύγουν τα κουρνόπουλα, αλλά να αναμεράν να μη τα πατήσει, μας θαύμασε, μας πέρασε για τρομερά πολιτισμένους ! Απ’ όσους τόπους πέρασε τέτοιο πράμα δεν είδε, δεν μπορούσε να καταλάβει πώς αυτά τα μαύρα αγριοπούλια δεν φοβούνται τον άνθρωπο.

 Εκείνοι που διέπρεψαν στο γύμνασμα της κρούνας ήταν ο Χρήστο Μητσογιάννης, ο Κουρούκλης, ο Χρόνης, μανάβηδες και οι τρεις, ο Αγαθής, μάγειρας κι’ άλλοι βέβαια, μακαρίτηδες όλοι. Σαν μεγάλωσα λίγο, άρχισα ν’ ανεβαίνω στην Παργιορίτσα. Δύσκολο το ανέβασμα, επικίνδυνο, μα έλα που η ηλικία δεν σου αφήνει περιθώριο να σκεφτείς. Την Παργιορίτσα οι κρούνες την είχαν μεταβάλλει σε κρουνόπολη. Χιλιάδες μαζευόντουσαν σ’ αυτήν. Ευτυχώς που ο Κώστας Κατσάνος, υποδηματοποιός, αγαπούσε τα Βυζαντινά μνημεία. Ήταν σαν έφορος, σαν φύλακας, έβαλε και έκλεισαν τις τρύπες, όσες βέβαια δεν άλλαζαν τη μορφή της εκκλησίας.…..

Στους τοίχους λοιπόν  των βυζαντινών μνημείων της Άρτας υπήρχαν τρύπες κι εκεί φώλιαζαν και γεννοβολούσαν οι κουρούνες. Κι εκεί, με κίνδυνο της ζωής μας, φτάναμε εμείς, για να μαζέψουμε τα «κρουνόπ’λα». Και τα είχαμε κατατάξει τα «Κρουνόπ’λα» σε κατηγορίες, ανάλογα με τη σωματική διάπλασή τους. Για να είμαι ειλικρινής, δεν τις θυμόμουνα όλες τις κατηγορίες και κατέφυγα στα φώτα του νεότερού μου συναδέλφου δικηγόρου, του Στράτου Πατσαλιά. Αυτός τα χωρίζει σε α) αμάλλιαγα. β) μπακακίζικα, γ) τσιμπάει από καταγή, δ) πεταλούδικα, ε) φιδοκέφαλα, στ) κέκος (όσα είχαν άσπρα στίγματα) και ζ) πηδηχτά. Φαίνεται πως ο Στράτος στην εποχή του, δηλαδή προ 50ετίας περίπου – ήταν διάσημος «κρουνοκυνηγός». Δίπλα στο σπίτι του ήταν ένα από τα 2 – 3 – παλιά τριώροφα σπίτια της Άρτας, του Βαρζέλη – Άντωνόπουλου. Ο Στράτος σα δημαρχόπουλο που ήταν, είχε εξασφαλίσει το προνόμιο της συλλογής των κρουνόπουλων απ’ το νταβάνι αυτουνού του σπιτιού. Η νοικοκυρά του – η κυρά Αντωνοπλίνα, δεν άφηνε κανένα άλλο παιδί να μαζέψει κουρνόπ’λα απ’ το νταβάνι της. Όταν κανένας της ζητούσε την άδεια, αυτή του απαντούσε : «Δεν γίνεται, τα καπάρωσε ο Στρατάκης παιδί μου»…..”(Πηγή : Χρονογράφημα του Γ. Βασταρούχα με τίτλο « Περίπατος στην παλιά Άρτα», Περιοδικό ΣΚΟΥΦΑΣ, τχ. 50-51, 1979)

Στη φωτογραφία κολάζ με φωτογραφία του Ναού της Παρηγορήτισσας στα τέλη του 19ου αι., που μπορείτε να την δείτε εδώ

Δημοσιεύθηκε στην Η Άρτα στο πέρασμα του χρόνου. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *