“…….Τα “μπουκουραίικα” τα οποία θα καταγράψω κατωτέρω είναι συνθηματική γλώσσα των ραφτάδων των Τζουμέρκων. Υπό των ιδίων ονομάζονται και “ξτονιάτικα”, υπό δε των άλλων, των μη ραφτάδων, “ραφτατ’κα”. Πατρίς των “μπουκουραίικων” είναι τα Σχωρέτσανα, Καταρράκτης ήδη επονομασθέντα, χωρίον έχον 200 οικογένειας και κείμενον εις την δυτικήν πλευράν των Τζουμέρκων. Εκείθεν μετεδόθησαν μετέπειτα εις τους ραφτάδες των Αγράφων, του Βάλτου, του Ξηρόμερου και της Ηπείρου.
Τα Σχωρέτσανα επεσκέφθην τον παρελθόντα Αύγουστον προς επιτόπιαν μελέτην και καταγραφήν της συνθηματικής γλώσσης των ραφτάδων. Εκεί συνήντησα τον ράπτην Δημ. Ντίλζαν, γέροντα ηλικίας 66 ετών. Ο οποίος έχασε την όρασίν του “….κεντώντας και σεραδιάζοντας πισλιά και σταυρωτά και σιγγούνια και φκειάνοντας πισωβελονιές και ψαθιά στις κάλτσες και στες σκούφιες” των νέων της εποχής του. Εις ερώτησίν μου, πόθεν έμαθε την γλώσσαν ταύτην και ποιός την έφκειασεν, ο απλοικός γέρο-Ντίλζας με την συνήθη εις την βόρειον ελληνικήν διάλεκτον, προφοράν μου είπε :
“Ιδώ στα Σχουρέτσανα τν έμαθα απ’ τς παππούδες μ’. Τα μπουκουραίικα τα φκειαξαν οι Σχουρτσανίτες οι ραφτάδες μουνάχ’ τς για να μη τς καταλαβαίν’νε οι γιάλλ’.Τς πιρσσότιρις τς λέξεις τς πήραν απ’ τα βλάχ’κα, γιατίς τν τέχν’ οι παππούδις μας τνι μάθαν π’ τς Βλαχ’ς π’ τ’ Συράκ’ κι τα Καλαρρύτις. Κάμποσις πάλι τς πήραν κι απ’ άλλις γλώσσις, γιατίς κάποντι π’ πάινα στν Κέρκ’ρα άκσα στου παπόρ’ ξεν’ς να κβιντιάζ’ν κ’ είδα να λεν πουλλές λέξεις π’τς έχουμι κι μεις οι ραφτάδες. Τ’ γλώσσ’ αυτή τν έχουμι για να μη μας νοιώθ΄ν οι ν’κουκυραίοι π’τα ράβουμι.”
Εις δευτέραν ερώτησιν, αν τα “μπουκουραίικα” ομιλούνται και άλλού. ο γέρο-Ντίλζας μου απήντησε “Τα λεν κι αλλού, μ’απ’ τς Σχοριτσανίτις τάμαθαν. Τα Σχουρέτσανα ειν’ η πηγή τς κ’ η μάννα τς.”
Ως που πηγαίνετε ράβοντας μπάρμπα -Δημήτρη, του είπα τελειώνοντας και τί ράβετε “Φτανουμ’ ως του Βάλτου, του Ξηρόμιρου, τα Γιάννινα, τν Άρτα, τμ Πρέβεζα κι τ’ Αγραφα κι ράβουμι κι κιντάμι πισλιά, κάπες, κουντουκάπια, σταυρουτά, ταμπάρα κι ότ’ βρούμι. Μα τι να σ’που δάσκαλέ μ’, χάθ’καν τώρα εκείν’ οι τιχνίτις, πούλεγες πως έγραφαν κι όχ’ πως έρραβαν τα χέρια τς. Τώρα βγηκ’ η μχανή κι πάηκαν τα καλά τα ραψίματα κι τα όμουρφα τα κιντίδια, π’ μ’ χάλασαν τα μάτια μ’ κι μ’ πήραν του φως μ’. Τότινις οι ραφτάδες κάθουνταν μιρόνχτα μι του βιλόν’ στου χερ’, για να καλουράψ’ν κι να καλουκιντήσ’ν ένα πισλί κι μη ρουτάς πόσο καμάρουν’ ικείνους π’ θα φκειάνι του καλύτερου. Τώρα κ’ οι ραφτάδες κ’τάζ’ν να πάρ’ν μουναχά του μιργιάτ’κου τς κι δεν τς μέλ’ αν θα γεν’ καλή κι ‘ομουρφ’ η δ’λειά. Δεν έχ’ τώρα δάσκαλέ μ’ πουμουνή ου κόσμους σα μνια βουλά π’ δ’λεύαμαν ημείς.”
(Από το άρθρο Τα Μπουκουραίικα των Τζουμέρκων του Χ. Σούλη όπως δημοσιεύτηκε στα ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, τχ. 3, 1928. Μπορείτε να διαβάσετε όλο το άρθρο καθώς και το λεξιλόγιο της συνθηματικής γλώσσας των ραφτάδων στις σελίδες 310 -320 του περιοδικού στο λινκ https://olympias.lib.uoi.gr/jspui/handle/123456789/28430
Στη φωτογραφία η Μονή Αγίας Αικατερίνης στον Καταρράκτη Τζουμέρκων του Α. Βερτόδουλου. Σύμφωνα με την επιγραφή ο ναός ανηγέρθη εκ θεμελίων το 1827 από τους μαστόρους Γιωργάκη Γιαννούλα και Παναγιώτη Αντώνη από τα Πράμαντα.(Από το Λεύκωμα ΗΠΕΙΡΟΣ, Από το φωτογραφικό αρχείο του Απόστολου Βερτόδουλου, Γιάννινα, 1995)