Με τον όρο “προικοσύμφωνο” ονομάζονταν η συμφωνία για την προίκα που δίνονταν στο κορίτσι πριν παντρευτεί, που ήταν πάντα γραπτή και αποδεκτή από τους γονείς των μνηστευμένων.
Τα προικοσύμφωνα συντάσσονταν από τον ιερέα ή τον δάσκαλο ή άλλον που γνώριζε γράμματα και υπογράφονταν από τα συμβαλλόμενα μέρη, τον ιερέα, τους δύο μάρτυρες που έπρεπε να είναι παρόντες και τους δημογέροντες. Η επικύρωση γίνονταν από τον οικείο Μητροπολίτη και καταχωρούνταν σε κώδικα της Μητρόπολης, λαμβάνοντας αύξοντα αριθμό και αριθμό πρωτοκόλλου.
Στα προικοσύμφωνα η συνήθης προίκα ήταν «εις μετρητά» και «φορέματα» αλλά δεν έλειπαν και τα χωράφια, τα αμπέλια και τα ζώα. Με τον αναγραφόμενο στα προικοσύμφωνα όρο «φορέματα», δεν εννοείτο μόνο η ενδυμασία αλλά και τα διάφορα σκεύη, όπως επίσης και τα είδη για τον στολισμό του κρεβατιού και του σπιτιού.
Στη φωτογραφία ένα προικοσύμφωνο του 1867 από το Συρράκο (καταχωρημένο το 1896), όπως δημοσιεύτηκε στο βιβλίο της Μαρίας Κωστή “ΠΡΟΙΚΟΣΥΜΦΩΝΑ”, Ιωάννινα, 2009.