ΤΑ ΠΡΟΠΟΔΙΑ (ΥΠΟΔΗΜΑΤΑ ΜΕ ΠΑΤΟ ΑΠΌ ΛΑΣΤΙΧΟ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΥ)

—————————-
“Τα προπόδια ήταν κυρίως καθημερινά και εργατικά υποδήματα χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν είχαν χρησιμοποιηθεί και ως επίσημα υποδήματα από το 1940 μέχρι και το 1943. Κατασκευάζονταν κατά τη διάρκεια της κατοχής είτε από τους τσαγκάρηδες του χωριού, είτε από τους ίδιους τους χωρικούς. Για την κατασκευή τους οι χωρικοί χρησιμοποιούσαν τα πλεχτά σοσόνια, στο πέλμα των οποίων τοποθετούσαν σαμπρέλα, η οποία αναδιπλώνονταν στο πάνω μέρος των σοσονιών, κοβόταν -σε σχήμα με μύτες- και στη συνέχεια ράβονταν πάνω στα σοσόνια. Η χρήση τους ως εργατικά υποδήματα συνεχίστηκε και για τα επόμενα χρόνια, μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ‘50. Διαβάζουμε στις διάφορες συνεντεύξεις στη μεταπτυχιακή διατριβή της κ. Μαρίας Ράπτη : “Κοπέλες είχαμαν. Είχα και ένα ζευγάρι παντρεμένη. Να σου δείξω πως τα κόβαμε, βάναμε κάτω το λάστιχο σαμπρέλα. πάταγες το πόδι πάνω και έκοβες το σχήμα. Έβανες το μολύβι γύρα – γύρα και το ‘κοβες. Ήμουν κοπέλα ακόμα εγώ και αυτά μας τα ‘ραβε ο Παπαντώνης. Για να φαίνεται ωραίο το κάναμε μύτες ,γύρα γύρα. Έβαλα και λίγο παντρεμένη, κάμποσα χρόνια όχι ολοένα, τότε που πηγαίναμε για ξύλα, δε τα βάναμε στο χορό. Στα ξύλα ,στα πρόβατα, στα λιθάρια. Κοντά βγήκαν τα πατίκια, τα λαστιχένια τα παπούτσια που φοράν τώρα οι γριές. Τα πανένια τα παπούτσια αλλά τα λαστιχένια τα θέλαμε για τις δουλειές”.
“Προυπόδια, αυτά τα θμάμει τς μάνας μ’. Για πιο ελαφριά το καλοκαίρι για να πάν’ για ‘φτο τα ‘πλεγαν κι από κάτου κόλλαγαν μια σόλα πώς να σ’ πω, λαστιχένια. Αυτά τα έφτιαχναν οι ίδιοι. Τα ‘ραβαν οι ίδιοι. Τα ‘ραβαν παν’ στου πλεχτό. Ναι μόνοι τς τα έκαναν αυτά. Μ’ αυτά περπατούσαν οι γυναίκεις όλου τουν δρόμου. Κατ’ τα χειμαδιά μ’ αυτά. Σακατεύνταν. Ητούτα ιδώ τα ‘χει ου πατέρας μ’. Αυτό του μηρουκάματου έκανει ου πατέρας μ’. Τα ‘ραβει ιδώ κι μ’ αυτά πάαιναν οι γυναίκες στα πρόβατα, για ξύλα”.
“Φτιάναμαν κι φορούσαμαν άμα ήταν τα παπούτσια τρύπια. Τα ‘χαμαν για δλειές. Μη τ’ βηλόνα πλέμαν. Αχ, τι πάθαμαν τότι, όταν ήρθαν οι Γηρμανοί, δεν είχαμαν ημείς σαμπρέλα, οι άντρεις δεν τς ήταν ιδώ, έκουβει βηλέντζεις η μάνα μ’ κι μας έφτιανει ιδώ. Πάαιναμαν λίγου, όσου να κρυφτούμει κάτ’ τρύπαει. Μητά π’ ξανάρθαν πάλι οι Γηρμανοί ου παππούς μ’ απ’ τουν πατέρα μ’ πήρε σαμπρέλα απ’ αυτουκίντου κι μας το ‘στλει κι τα ‘φτιάσαμαν προυπόδια κι μας το ‘ραψει ου Βαγγέλη Καλουγιάννς μη τουν Αντών’ Παπαντών’ μη μύτεις ιδώ. Βγαίναμαν κι στου χουρό μη τούτα”.
“Φορούσαμει κι προυπόδια κι κάλτσεις απού τα πρόβατα φτιασμένα. Ικεία να τσουρέπια τα ‘λέμαν. Μη τ’ βιλόνα. Ναι, ναι κι σαμπρέλα απού κάτ’ ραμμέν’ κι μ΄αυτές περπατάμαν. Πιο πολύ περπατάμαν μ’ αυτά. Δεν είχαμαν παπούτσια. Ε, καλά ένα ζευγαράκι παπούτσια για του πανγύρ’ αλλά τα καθημηρνά ήταν τα προυπόδια. Η σαμπρέλα ραμμέν’ απού γύρα”. (Πηγή : Η ΥΦΑΝΤΙΚΗ ΤΕΧΝΗ ΚΑΙ ΤΑ ΕΡΓΑ ΤΗΣ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ ΧΟΥΛΙΑΡΑΔΕΣ ΤΗΣ ΗΠΕΙΡΟΥ, Μ. Ράπτη, Ιωάννινα, 2017)

Στη φωτογραφία του Αιγυπτιώτη Δημήτρη Παπαδήμου “Επιδιορθωτής ελαστικών υποδημάτων – βουλκανιζατέρ” στην Κομοτηνή την δεκαετία του 60. Δυστυχώς δεν μπορέσαμε να βρούμε σχετική φωτογραφία από την περιοχή μας. (Πηγή : Ο ΦΩΤΟΓΡΑΦΟΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΑΠΑΔΗΜΟΣ. Αφιέρωμα της Εφημερίδας ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ,14 /10/2001)

Δημοσιεύθηκε στην Λαογραφικά και άλλα. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *