—————-
“Τά βαπόρια πού κάνουν τό ταξίδι τού Αμβρακικού κόλπου κάνουν πολλές προσεγγίσεις. Φεύγουν άπό τόν Πειραιά κι άπό τήν Πάτρα καί πιάνουν άλλα στήν Κεφαλλονιά καί άλλα στήν ’Ιθάκη, κ ’ έπειτα στή Λευκάδα, στήν Πρέβεζα, στή Βόνιτσα, στόν Καρβασαρά καί τελευταία, στό βορειοανατολικό βάθος τού κόλπου, στήν Κόπραινα. Τό ταξιδάκι μέσα στόν κόλπο έχει κάποιο δικό του γούστο. Εκεί δέ φοβάται κανείς κακοκαιρίες. Πάντα ή θάλασσα είναι ήσυχη. Καί, καθώς τό βαπόρι προχωρεί, πάντα φαίνεται ή ξηρά καί δεξιά κι αριστερά, πότε πιό κοντά στό ένα μέρος, πότε στό άλλο. Βουνά καί βουνάκια περνούν, άλλα πρασινόμαυρα τά πιό κοντινά — άλλα αχνά καί μαβιά — τά πιό μακρινά. Κι ανάμεσά τους κι αποπάνω λίγα συννεφάκια περπατούν αργοκίνητα καί ήρεμα. ’Έτσι φράσαμε ένα βραδάκι στήν Κόπραινα, πούνε τό λιμάνι τής Άρτας, ή «σκάλα» της, όπως τή λένε. Καμιά δεκαριά σπίτια είναι ξαπλωμένα πλάι στο γιαλό. Ερημιά πλακώνει όλα γύρω. Καί αντίκρυ πέρα φαίνονται μερικά βουνά. Λίγο πιό πέρα από τήν Κόπραινα, κοντά στήν παραλία εκτείνεται μιά ήρεμη λίμνη. Είναι ή λίμνη τού Μενιδιού. Πρός τό μέρος εκείνο είναι κι άλλο λιμάνι, μά σπάνια τά βαπόρια πιάνουν εκεί. Λίγες βάρκες, πού τίς κυβερνούσαν ηλιοκαμένοι βαρκάρηδες μέ μικρά μαύρα σκουφάκια στό κεφάλι, μάς έβγαλαν στήν παραλία τήν ώρα πού νύχτωνε. Καί καθώς έπεφτε ή νύχτα, ή μοναξιά γινότανε βαριά, πένθιμη… ‘Η δύση είχε άφθονα κόκκινα χρώματα. Έπειτα ό ουρανός γίνηκε πρασινωπός καί κατόπι τό σκοτάδι τάσβησε όλ’ αύτά. Ερημιά γύρω απλώθηκε. Καμιά φωνή δέν ακουγότανε, παρά μονάχα λίγα σκυλιά πού αλυχτούσανε μακρυά κι’ οί γρύλοι μέ τό μονότονο γρίλισμά τους: γρίλ – γρίλ – γρίλ! Τό περίεργο είναι πού δέν μπορούσαμε νά καταλάβουμε πού ήταν κρυμμένοι, από πού ερχόντανε ή φωνή τους….”(Φ. Γιοφύλλης & Ν. Έλατος , ΣΚΟΥΦΑΣ, τχ. 66 – 67, 1983)
Στη φωτογραφία το “Επιβατικό πλοίο ΕΛΒΙΡΑ” (Η φωτογραφία είναι από το αρχείο Γ. Ποταμιάνου, όπως δημοσιεύτηκε στο Λεύκωμα ΚΟΠΡΑΙΝΑ του Ε. Ιντζέμπελη, Άρτα, 2008)