«Το 1907 ἡ κυβέρνηση τής Ιταλίας ζήτησε ἀπὸ τὴν ελληνική νὰ συμμετάσχει ἡ χώρα μας στὴ βιομηχανικὴ ἔκθεση τοῦ Τορίνου καὶ τὴν καλλιτεχνικὴ τῆς Ρώμης ποὺ θὰ γίνονταν τὸ 1911. Η Ἑλλὰς δέχθηκε νὰ λάβει μέρος μόνο στὴ δεύτερη. Γιὰ τὴν ὀργάνωση τῆς συμμετοχῆς μας στὴν ἔκθεση τῆς Ρώμης συστήθηκε ἐπιτροπὴ ὑπὸ τὴν αἰγίδα τοῦ διαδόχου καὶ μὲ μέλη ἐξέχοντες Ἀθηναίους, μεταξὺ τῶν ὁποίων οἱ γνωστότεροι εἶναι ὁ Παναγιώτης Καββαδίας, Γενικὸς Ἔφορος τῶν Ἀρχαιοτήτων καὶ καθηγητὴς τῆς Ἁρχαιολογίας, ὁ Γεώργιος Ἰακωβίδης, Διευθυντὴς τῆς Σχολῆς Καλῶν Τεχνῶν, ὁ Σπυρίδων Λάμπρος, καθηγητὴς τῆς Ἱστορίας καὶ ὁ Δημήτριος Καμπούρογλου, Διευθυντὴς τῆς Ἐθνικῆς Βιβλιοθήκης. Ἀποφασίστηκε ἀπὸ τὴν Ἐπιτροπὴ νὰ ἐκτεθοῦν στὴ Ρώμη: 1) Ἐκμαγεῖα τῶν σπουδαιοτέρων ἀρχαίων γλυπτῶν τῶν μουσείων μας. 2) Φωτογραφίες ἀρχαίων καὶ βυζαντινῶν μνημείων καὶ 3) Μικρογραφίες τῶν βυζαντινῶν αὐτοκρατόρων ποὺ βρίσκονταν σὲ χειρόγραφα.»
Εφόσον η επιτροπή αποφάσισε να δημιουργήσει στην έκθεση ένα περίπτερο με φωτογραφίες των αρχαίων και των μεσαιωνικών μνημείων της Ελλάδας, έκρινε ότι η εργασία έπρεπε να ανατεθεί στο Βασιλικό Πρωσικό Ίδρυμα Φωτογραφικών Μετρήσεων του Βερολίνου, που διέθετε «τελειότατα προοπτικά και φωτομετρικά μηχανήματα».
Πραγματικά, μετά την υπογραφή της σχετικής σύμβασης, η γερμανική αποστολή ήρθε στην Ελλάδα στις 7 Απριλίου 1910 και εργάστηκε εδώ μέχρι τις 20 Ιουλίου του ίδιου χρόνου. Στην αποστολή συμμετείχαν ο φωτογράφος Carl Siele (Καρλ Ζήλε), ο μηχανικός Beundorf (Μπόυντορφ) και ο διευθυντής του Ιδρύματος, von Lüpke (φον Λόπκε).
Οι φωτογραφίες αυτές, που ήταν άρτιες τεχνικά, θα μπορούσαν να γίνουν και από Έλληνες φωτογράφους, ιδιαίτερα μάλιστα αφού οι όροι της σύμβασης δεν ήταν καθόλου ευνοϊκοί για την Ελλάδα. Εκτός από τα 1.000 μάρκα που πληρώθηκαν ως αποζημίωση για τυχόν φθορά των μηχανημάτων, και τη δαπάνη όλων των εξόδων διαμονής και μετακίνησης των μελών της αποστολής στην Ελλάδα, το Ίδρυμα είχε την αποκλειστική κυριότητα σε όλες τις αρνητικές πλάκες που θα έπαιρνε. Το Ίδρυμα έπρεπε να παραδώσει στην ελληνική επιτροπή ένα μόνο θετικό αντίτυπο από κάθε αρνητικό. Στην περίπτωση που η Ελλάδα χρειαζόταν και άλλα αντίτυπα, θα έπρεπε να τα αγοράσει σε μια συμφωνημένη τιμή. Η αποστολή επισκέφθηκε τις πιο γνωστές αρχαιολογικές θέσεις της Ελλάδας και τράβηξε συνολικά 572 φωτογραφίες. Απ’ αυτές, 447 είχαν διαστάσεις αρνητικού 40×40 εκ. και 125 είχαν διαστάσεις 30×30 εκ. Τριάντα πλάκες αποτελούσαν, σε συνδυασμούς δύο, τριών ή τεσσάρων φωτογραφιών, μεγάλες πανοραμικές λήψεις. Όσον αφορά την Άρτα οι φωτογραφίες που πάρθηκαν ήταν από το Γεφύρι, την Παρηγορήτισσα, την Αγία Θεοδώρα, τον Άγιο Βασίλειο και τη Μονή Κάτω Παναγιάς.
Στο ελληνικό περίπτερο της Έκθεσης της Ρώμης, το 1911, περιλαμβάνονταν 94 φωτογραφίες, με διαστάσεις 70×90 εκ. και 1,20×1,50 μ., μέσα σε πλαίσια, και άλλες μικρότερες μέσα σε περιστροφικά αναλόγια. Όλη η φωτογραφική εργασία είχε γίνει στο Βερολίνο. Όσοι ενδιαφερόντουσαν μπορούσαν να παραγγείλουν και να αγοράσουν φωτογραφίες της έκθεσης από το Βασιλικό Πρωσικό Ίδρυμα Φωτογραφικών Μετρήσεων.
Η δε έκθεση φιλοξενήθηκε στο Palazzo delle Belle Arti που χτίστηκε το 1911 για να φιλοξενήσει την Διεθνή Έκθεση της Ρώμης, στην επέτειο για τα 50 χρόνια από την Ενοποίηση της Ιταλίας.
Ενώ στην Ευρώπη βρισκόταν σε εξέλιξη ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, διοργανώθηκε στο 1915 στο Σαν Φρανσίσκο μία ακόμα μεγαλοπρεπής παγκόσμια έκθεση. Στο ελληνικό περίπτερο, μαζί με αντίγραφα αρχαίων αγαλμάτων, εκτέθηκαν και οι φωτογραφίες που είχαν παρουσιαστεί στην Έκθεση της Ρώμης. Αν συγκριθούν οι δυο αυτές εκθέσεις με παλαιότερες, γίνεται φανερό πως τα ελληνικά περίπτερα είχαν τώρα πια σκοπό την προβολή της χώρας στο σύνολο και όχι την παρουσίαση της δουλειάς των καλλιτεχνών ξεχωριστά. (Πηγές : 1) Τα βυζαντινά μνημεία της Ελλάδος στη Διεθνή Έκθεση της Ρώμης του 1911, Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, 2009 2) ΑΛΚΗΣ Ξ. ΞΑΝΘΑΚΗΣ, ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑΣ 1839-1970, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΠΥΡΟΣ, ΑΘΗΝΑ, 2008
Στη φωτογραφία το “Palazzo delle Belle Arti”