Θύμησες απ’ το Τζουμέρκο – Βουργαρέλι

Της Μάνας μου Ανίκας Γκαναβία και της Γιαγιάς μου Σοφίας Κοτσαρίδα

“Σύμφωνα με τα λεγόμενα της μητέρας μου τα πρώτα χρόνια της ζωής της, από το 1900 μέχρι το 1922, τα πέρασε μαζί με την οικογένειά της στο χωριό Βουργαρέλι.

Τα σημερινά μέσα ήταν ανύπαρκτα τότε και μόνο για να φτάσεις στο χωριό απ’ την Άρτα με άλογο ήθελες 12-16 ολόκληρες ώρες και μάλιστα να γίνει διανυκτέρευση στο Χάνι Κοντοδήμα για ξεκούραση ανθρώπων και ζώων.

Με πολλές δυσκολίες λοιπόν αλλά και με μεγάλο ζήλο για πρόοδο κυλούσε η καθημερινή ζωή. Η γιαγιά μου Σοφία, όταν το 1900 πήγε νύφη στο χωριό, παίρνοντας το γιατρό Ιωάννη Κωτσαρίδα, έφερε εκτός από τα ωραιότατα προικιά της και την πρώτη ραπτομηχανή Σίγγερ.

Αμέσως εδίδαξε την τέχνη της ραπτικής σε όλες τις ανεψιές, ξαδέλφες αλλά και την κόρη της αργότερα, με όλα τα καλά επακόλουθα αυτής της τέχνης.

Πήγαν και οι πρώτοι επισκέπτες για  να  συγχαρούν τη γιατρέσσα στο χωριό. Ένας εξ αυτών και μάλιστα κουμπάρος του παππού μου, πήγε εκ των πρώτων. Δεν είχε προφτάσει η γιαγιά να φτιάξει γλυκό και σκέφτηκε να του προσφέρει ένα ταπεινό καφέ, ένα γλυκύ βραστό. Έτσι κι έγινε. Βάζει στον δίσκο τον καφέ κι ένα κονιάκ και του λέγει :

-“Ορίστε κ. Πλιάτσικα, πιείτε τον καφέ σας”.

Αμέσως αυτός αρπάζει τον καφέ και τον πίνει μια και κάτω. Φυσικά κατακάηκε ο μαύρος και στην απελπισία του παίρνει το φλυτζάνι με το πιατέλο και το πετά έξω από το παράθυρο.

-“Σοφία μου”, της λέγει, “εγώ ήρθα να σε ευχηθώ κι εσύ με ζεμάτισες;”

-“Μπα ευλογημένε”, του απαντά η γιαγιά μου. “Αυτό, που λέγεται καφές, το πίνουν λίγο-λίγο, όχι σαν το ρακί που ξέρεις”.

Πολύ πίσω ο κόσμος και με ελάχιστους εγγράμματους κατοίκους. Τα χωριά δεν ήξεραν, ας πούμε, τις δυτικές συνήθειες.

Τα παιδιά της οικογένειας βέβαια, και η μητέρα μου δεν είχαν παιγνίδια. Έφτιαναν μόνα των κανένα τόπι με πανί ή έπαιζαν τα κλασσικά παιγνίδια : κρυφτό, τρεχάλες, τυφλόμυγα κτλ. Στις πιο μεγάλες διασκεδάσεις των ήταν να τρέχουν να κόψουν μελίκοκα σε μιας γειτόνισσας, της κ. Ρίνας τη μελικοκιά, για να τρων αλλά και να πετροβολάν για να τα ρίχνουν. Όμως αυτή τα κυνηγούσε. Αμέσως της έκαναν τετράστιχο :

“Και η Ρίνα ξαγρυπνά

Και το ρόπαλο κρατά

Και έχει δύναμη πολύ

Και βαράει ως το πρωί”.

Σαν παιδιά γιατρού που εργάζονταν πολύ καλά σε όλο το Τζουμέρκο είχαν στο σπίτι τους όλα τα καλά, αλλά η λαιμαργία τους τα έβαζε να θέλουν τους καρπούς της γειτόνισσας…….”(συνεχίζεται…) (Άρθρο της Ειρήνης Ρηγανέλα στην ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ, 1992)

1938 – Οι βρύσες στο Βουργαρέλι (Φωτο Σπ. Μελετζή)

Δημοσιεύθηκε στην Τα Τζουμέρκα και τα χωριά τους. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *