Το αρχοντικό του Λιδωρίκη στην ‘Αρτα…

Μια μυθιστορηματική, ωστόσο γλαφυρότατη περιγραφή των αρχοντικών σπιτιών της Άρτας την εποχή του Αλή Πασά, μας δίνει ο Κ. Πενταγιώτης (1960) στο βιβλίο του «Πριν ανθίσει η σούβλα», στο οποίο αφηγείται την επίσκεψη του ήρωά του στο αρχοντικό του Θανάση Λιδωρίκη  στην Άρτα. Ο Λιδωρίκης είχε παντρευτεί την κόρη του Ντέμου (ή Δέμου), προύχοντα της Άρτας και εγκατέστησε την οικογένειά του στην Άρτα, όσο πιο μακριά μπορούσε από τα Γιάννενα. Επειδή έλειπε συχνά στα Γιάννενα, χρειαζόταν έναν έμπιστο στο σπίτι του στην Άρτα. Για το σκοπό αυτό είχε προσλάβει ως επιστάτη το Γιάννη Μακρυγιάννη. «….Πραγματικό παλάτι το αρχοντικό του Δέμου στο μαχαλά του Άη Μηνά όπου βρίσκονταν όλα τα πλουσιόσπιτα της Άρτας. Απέξω δεν μπορούσε κανένας να το βάλει στο νου, καθώς το περιτριγύριζε θεόρατο τοιχογύρισμα. Περσότερο έδειχνε κάστρο παρά πλουσιόσπιτο. Ο μαντρότοιχος είχε στη ράχη κεραμίδια να τον προφυλάσσουν από το βροχόνερο και καταμεσής ξάνοιγε σε θολωτή αμαξόπορτα. Δεξιά και ζερβά δυο μαρμαροκολόνες του καιρού των Ελλήνων, ποιος ξέρει πούθε κουβαλημένες. Στα κεφαλοκόλονα στηρίζονταν η καμάρα της εξώπορτας. Ήταν ξύλινη, διπλόφαρδη, βαρειά με πολλά πλουμίδια, σιδερένιες πορταδέλες, κλάπες και χοντροκέφαλα γύφτικα σιδεροκαρφιά……………………… Η αυλή που βρέθηκε έλαμπε ασβεστοχρισμένη, γεμάτη γλάστρες, άλλες κατάχαμα, άλλες σε βάθρα ξύλινα ή ράφια του τοίχου. Φαρδύς διάδρομος πλακοστρωμένος κινούσε απεκεί και χώριζε τον μπαξέ στα δύο : σ’ όλο το μάκρος του ωραία μαντεμένια κάγκελα  και κρεβατίνα στερηωμένη σε κολόνες από κόκκινα τούβλα. Σύρριζα στα κάγκελα δεντρολίβανα στην άνθισή τους σχημάτιζαν πρασινωπό ντουβάρι. Το άρωμά τους, γλυκό σαν μετάνοια, συνταίριαζε με τη γαλήνια κείνη ώρα του δειλινού. Στον κήπο την πρώτη θέση είχαν τα ξυνά:  λειμονοπορτόκαλα και που και που φράπες και κίτρα. Χαιρόταν το μάτι να τα βλέπει κρεμασμένα βαρειά, ανάμεσα στα φύλλα. Δίπλα στο μαντρότοιχο, αραδιαστά κυπαρίσια υψώναν το λιγερό τους μπόι.  Μια χαβούζα από τη δώθε μεριά, με συντριβάνι στο κέντρο, έδινε φρεσκάδα. Ήταν ένα βάθρο με πέτρες νταμαριού απελέκητες που σχημάτιζαν βράχο : πάνω του, καθισμένο ένα μαρμαρένιο παιδί γυμνό είχε τεντωμένο το δεξί του πόδι κι άγγιζε με τα δάχτυλα το νερό της χαβούζας, σα να δοκίμαζε την κρυάδα του νερού για να ξεθαρρέψει να βουτήξει. Κάλες και νούφαρα και πολυτρίχια δροσολογημένα από το νεροπήδημα του συντριβανιού δίναν χαρούμενη ποικιλία. Από την άλλη μεριά του μπαξέ, το πηγάδι με την ανέμη του από σιδεριά στριφογυριστή. Το στόμιο φαγωμένο από το σκοινί. Ένα γύρω μιμόζες με τα κλαδιά τους γεμάτα ολοκίτρινα άνθη…………… Το ισόγειο ήταν όλο αποθήκες, κελάρια, κατώγια για τα κρασοβάρελα ή τη σοδειά του καρπού. Εκεί τ’ αμπάρια με τις στάμνες, τα βαγένια και τα πυθάρια, το πλυσταριό με τα καζάνια και τα σκαφίδια. Από ανοιχτή πόρτα αποθήκης έβλεπε χειραμάξι, σβάρνες, κλαδευτήρια, ξυνάρια και λογιών – λογιών εργαλεία του αγρού και του μπαξέ. Πέτρινη σκάλα οδηγούσε στ’ απάνω πάτωμα, όπου η κατοικία : δίπλα της ένας φύκος γερασμένος, εκατό χρονώ, διακόσω, παραπάνω ποιος ξέρει οι ρίζες του γλιστρήσαν σε αρχαία στέρνα και βρήκε τη θέση του, γιγαντώθηκε, αγκάλιασε με χλωρασιά την πρόσοψη κ΄είχε ακουμπισμένα κλωνάρια ως το ξώστεγο……Κάτω από τη σκάλα, απλωμένες σε ξύλινα τελάρα δυο σέλλες με τα χάμουρά τους, λουριά, σπηρούνια, καμουτσίκια, ολόκληρο τακίμι καβαλαρίας.  

Ανέβηκαν στο λιακωτό. Ο Γιαννάκης (εννοεί τον Μακρυγιάννη που τότε δούλευε στο αρχοντικό του Λιδωρίκι στην Άρτα) έτρεξε σβέλτα μπροστά και τους έβαλε να καθίσουν στο σαλόνι. – Έφταξα! είπε και βγήκε από τον οντά Τί ήταν εκείνο! Θαμπώθηκε ο Παπαγιώργης. Κι αν δεν είχε μπει στο σεράι του Αλήπασα, θα το νόμιζε παραμυθένιο. Οι τοίχοι στολισμένοι με ωραία κάντρα. Καναπέδες κάρυνοι με ντύμα μεταξωτό ολοπόρφυρο, πολυθρόνες τεσσεράποδες με βελούδο ή χρυσούφαντο και καρέκλες της Γαλλίας λουστράδες με ψαθί χρωματιστό. Στη γωνιά καθρέφτης κάπου ένα μπόι ύψος, με κορνίζα χρυσομένη και κονσόλα τεσσεράποδη από μαύρο ξύλο με κάτασπρο μάρμαρο διάφανο. Απάνω της δυο βάζα κινέζικα από δω κι από κει και στη μέση ένα ρολόι πολυγωνικό από πορσελάνα με μεταλλική βάση και κεντίδια. Ένα άλλο ρολόι- έπιπλο βρισκόταν στο χαγιάτι μέσα στο τζαμόφραχτο κουτί του, φαίνονταν το κρεμαστήρι να κουνιέται δώθε-κείθε και στη σιγαλιά του σπιτιού ακουγόταν το ρυθμικό περπάτημά του. Από την ξυλοδεσιά του νταβανιού κρεμόταν μεγάλη λάμπα μαντεμένια, με καμαρωτή σκιάδα από κάτασπρο θολό γυαλί, όπως πουλούσαν άλλοτε στη Βενετιά. Κι άλλες ακόμα λάμπες πολλές, μεγάλες πορσελάνας σε σιδερένια ή κάρυνα τρίποδα, ψηλές και σουρωτές σκιάδες από πανί μεταξωτό, άλλες μικρότερε με σκαλιστή βάση ή πολύχρωμο γυαλί ή από μέταλλο τόρνου, ακουμπισμένες σε κονσόλες και τραπέζια. Κάτω ταπέτα βελούδινα μεγάλα και μικρά σ’ όλα τα σχέδια και χρώματα, άλλα της Περσίας με ελάφια, παγόνια και λιοντάρια κι άλλα εγχώρια. Και μπροστά στους καναπέδες τομάρια από τίγρι κι άσπρες αρκούδες με ψεύτικα μάτια.

Εδώ κι εκεί βιτρίνες μεγάλες κάρυνες με κρύσταλλο μπροστά : τα ράφια τους γεμάτα βάζα Κινέζικα και σερβίτσια πορσελάνα κι ασημένιες κούπες και ποτηρικά και γυαλικά Βενέτικα και της Σπάνιας. Μα τα πολυτιμώτερα τάβλεπε μέσα σε δυο βιτρίνες γειτονικές και ξέχωρες από τις άλλες : λυχνάρια και πήλινα αγγεία και αρχαία αγαλματάκια από κοκκινόχωμα του καμινιού  και γυάλινα μπουκαλάκια κάθε λογής και αναρίθμητα κρεμασίδια και στολίσματα από χαλκό πρασινισμένο, σίγουρα παρμένα από τη Νικόπολη που ανθούσε τον παληό καιρό στης Πρέβεζας τα μέρη.

Κάπου, σε μιαν άκρη, πελώριο μαγκάλι Κωσταντινουπολίτικο. Και σ’ ένα τραπέζι καμάρωνε σε δίσκο μεταλλικό ένα, πρωτόφαντο για τον παπά, ένα σαμοβάρι, αγορασμένο δίχως άλλο στο Μόσκοβο : άστραφτε κατακαίνουργιο με τη βρυσούλα του, το μακρύ φουγάρο και τα δυο χερούλια του κρεμασμένα σαν αυτιά από δω κι από κει. Στον τοίχο οπλοθήκη : ένα μεγάλο τελάρο, με καμπυλωτό ξεγύρισμα, ντυμένο πράσινη τσόχα. Κρεμασμένες από γάντζους ασημένιες κουμπούρες, ντουφέκια εγκλέζικα, πιστόλες αρβανίτικες, πολλώ λογιώ μαχαίρια ζωναριού με μαλαμοκαπνισμένα φηκάρια, ένα μπελ-χατζάρ, πάλες, μπαλάσκες και σπαθιά!….. Από τετράφυλλη πόρτα ολάνοιχτη διάκρινε στη διπλανή κάμαρα μεγάλο κάρυνο γραφείο τεσσεράποδο. Και βιβλιοθήκες εκεί γύρω κλειστές με τζαμαρία, γεμάτες βιβλία, πλούσια δεμένα με χρωματιστές και χρυσομένες ράχες. Ακόμα φαίνονταν σε κείνη την κάμαρα μικρότερο σκριτόριο κάρυνο λουστράδο με συρτάρια. Άλλα δεν έβλεπε από τη θέση του ο Παπαγιώργης…….». (Πηγή : ΤΑ ΠΑΛΑΙΑ ΑΣΤΙΚΑ ΣΠΙΤΙΑ ΤΗΣ ΑΡΤΑΣ, Α. Καρρά, Άρτα, 2022)

Στη φωτογραφία “Σκίτσο της Νίτσας Σινίκη – Παπακώστα που απεικονίζει παλιό αρχοντόσπιτο στην περιοχή της Λούτσας, στα Γιάννενα”. Κάπως έτσι θα μπορούσε να είναι και το αρχοντικό του Λιδωρίκη, Γραμματέα του Αλή Πασά, στην Άρτα. (Πηγή : ΠΑΛΙΑ ΓΙΑΝΝΙΝΑ, Νίτσα Σινίκη – Παπακώστα, Αθήνα, 1986)

Δημοσιεύθηκε στην Η Αρχιτεκτονική στην Άρτα και την γύρω περιοχή. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *