Το Χριστουγεννιάτικο δέντρο στα ορεινά της Άρτας

“………Παρατήσαμε τον κέδρο στην άκρη της αυλής και πριν κάνουμε οτιδήποτε άλλο, μπήκαμε μέσα και καθίσαμε μπροστά στο τζάκι να πάρουμε μια πύρα. Οι ζεστές φλόγες της φωτιάς και το ζεστό τσάι που είχε ετοιμάσει η μάνα, έκαναν το σώμα μας να χαλαρώσει, να νιώσει τη θαλπωρή του φτωχικού μας σπιτιού και να διώξει τους φόβους μου για το δασοφύλακα, αφού είχαμε απομακρυνθεί πολύ απ’ τον τόπο του «εγκλήματος»!…

      Σε λίγο, με τις δυνάμεις ανανεωμένες, καθαρίσαμε τα χαμηλά κλαδιά του κέδρου και μπήξαμε τον κορμό του σ’ έναν τενεκέ που στο χώμα του  η μάνα μας φύτευε βασιλικούς το καλοκαίρι και τον βάλαμε σε μια γωνιά του χειμωνιάτικου δωματίου, για να τον στολίσουμε. Το στόλισμα του δέντρου ήταν μια ιεροτελεστία για μας. Για να βελτιώσουμε αισθητικά τον τενεκέ, τον καλύπταμε με μούσκλα (βρύα) που από το απόγευμα της προηγούμενης μέρας είχαμε μαζέψει από την κατάφυτη πλαγιά που βρίσκεται απέναντι από το σπίτι μας και στο πάνω μέρος του ετοιμάσαμε ένα βαθούλωμα για φάτνη. Κρεμούσαμε τα οικολογικά, σκέφτομαι τώρα, στολίδια και απλώναμε σε όλα τα κλαδάκια του κέδρου αφράτο βαμβάκι. Τα στολίδια ήταν κατά κανόνα κυπαρισσόμηλα,  κουκουνάρες πεύκου και βελανίδια βαμμένα με ασημί μίνιο. Κρεμούσαμε επίσης αστεράκια, αγγελάκια κι αι – Βασίληδες από χρωματιστό χαρτί, όλα κατασκευές από το μάθημα της χειροτεχνίας στο σχολείο. Αν είχαμε κανένα πενηνταράκι ή καμιά δραχμούλα  αγοράζαμε και κανένα στολίδι απ’ αυτά που είχαν αρχίσει να κάνουν την εμφάνισή τους στα μπακάλικα του χωριού, αλλά αυτό ήταν τόσο σπάνιο που αρκούμασταν στις δικές μας ευρεσιτεχνίες. Το στόλισμα συμπληρώνονταν με την τοποθέτηση στη φάτνη μιας κάρτας που εικόνιζε τη γέννηση του Χριστού, πολύτιμο ενθύμιο από κάποιον ξενιτεμένο συγγενή.

      Μετά από αρκετό αγώνα, το δέντρο μας ήταν έτοιμο. Το χαζεύαμε και δεν χορταίναμε. Τώρα περιμέναμε με αγωνία τα σχόλια των δικών μας και όσων συγγενών και γειτόνων θα ’ρχονταν να μας ευχηθούν στη διάρκεια των γιορτών. Ό, τι και να μας έλεγαν ήταν ευπρόσδεκτο, η χαρά της δημιουργίας ήταν τόσο δυνατή που δεν μας ένοιαζε τίποτα. Μας ήταν αρκετό που συνεχίζαμε ένα έθιμο που μας άρεσε και που έρχονταν, τότε δεν το γνωρίζαμε κι ούτε μας ένοιαζε το πώς και το γιατί, από την αρχαία γιορτή των «Δενδροφοριών». Ως απαραίτητο συμπλήρωμα της εορταστικής ατμόσφαιρας, βάλαμε κάτω από  το δέντρο και τα δώδεκα στεφάνια από κλαδιά αγριοκερασιάς που είχε φτιάξει η μάνα μας, για να ρίχνουμε κάθε βράδυ του Δωδεκαήμερου από ένα στη φωτιά και να την «παντρεύουμε».

      Έξω συνέχιζε να πέφτει το χιόνι και σιγά σιγά έρχονταν η νύχτα. Στο τζάκι η φωτιά καταβρόχθιζε τα χοντρά κούτσουρα κι εμείς καθισμένοι γύρω απ’ την τάβλα τρώγαμε το τελευταίο για κείνη τη χρονιά νηστίσιμο δείπνο. Η μάνα τηρώντας μια πανάρχαια μαγική πράξη ευγονίας, έφερε κλωνάρια κέδρου και αγριοκερασιάς για να «παντρέψουμε τη φωτιά». Πήραμε όλοι από ένα κλαδάκι, το ρίξαμε πάνω στις αναμμένες φλόγες, ρίξαμε κι ένα στεφάνι απ’ αυτά που είχαμε βάλει κάτω απ’ το δέντρο κι ευχηθήκαμε όλοι, πολλές φορές, μ’ ένα στόμα: «Αρνιά, κατσίκια, νύφες, γαμπρούς!…». Τα κλαδιά των αγκαθωτών δέντρων καίγονταν κι ανάδυαν μια ευχάριστη μεθυστική μυρουδιά κι εμείς ελπίζαμε πως κάνοντας και λέγοντας όλα αυτά θα εξασφαλίζαμε αφθονία κι ευτυχία στο σπιτικό μας. Μπορώ να πω ότι το είχαμε σίγουρο, αφού από γενιά σε γενιά είχαμε μάθει, κι αφού μας το βεβαίωναν οι μεγαλύτεροι, πιστεύαμε πως τα δέντρα που έχουν αγκάθια και άρωμα διώχνουν όλους τους δαίμονες και μέρες που ήταν έδιωχναν οπωσδήποτε τους καλικάντζαρους και κάθε τι που μπορούσε να μας προκαλέσει κάποιο κακό.       Μ’ αυτά και με κείνα, κι αυτή η παραμονή των Χριστουγέννων όδευε προς το τέλος. Φιλήσαμε και καληνυχτίσαμε τους γονείς μας, κάναμε την προσευχή μας,  πήραμε μια γερή πύρα  και πήγαμε για ύπνο. Η φωτιά συνέχισε να καίει. Έπρεπε να σιγοκαίει όλη τη νύχτα, αφού έτσι θα εμποδίζονταν οι καλικάντζαροι να μπουν απ’ την καμινάδα και να μαγαρίσουν τις λιχουδιές που είχε ετοιμάσει η μάνα για το χριστουγεννιάτικο γεύμα.  Τη διατήρηση της φωτιάς, όπως και τόσα άλλα, ως άλλη Εστιάδα την είχε φροντίσει ο άγγελός μας, η μάνα μας, η οποία είχε βάλει στο τζάκι ένα τεράστιο κούτσουρο από το γέρικο πουρνάρι που είχαν υλοτομήσει πριν αρχίσουν τα κρύα του χειμώνα.” (Απόσπασμα από το διήγημα της Παναγιώτας Λάμπρη, φιλολόγου και συγγραφέως,  από τη συλλογή διηγημάτων της με τίτλο “Το χάσικο ψωμί”, 2009).      

Στη φωτογραφία Σκίτσο του κ. Μόραλη με τίτλο “ΤΑ ΚΑΛΑΝΤΑ” από το εξώφυλλο παιδικού περιοδικού της δεκαετίας του ’30. Δεν γνωρίζουμε αν ο δημιουργός ήταν ο Γιάννης Μόραλης, είναι όμως πολύ πιθανό, καθώς γεννήθηκε το 1916.

   

Δημοσιεύθηκε στην Λαογραφικά και άλλα. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *