“Για το γεφύρι της Πολιτσάς ο λόγος – στα Τζουμέρκα!. Που γεφυρώνει τον Άραχθο εκεί όπου η χαράδρα παραγίνεται βαθιά, άγρια. Ψηλά, απ’ τη μια μεριά, το Φορτώσι· απ’ την άλλη, Ραφταναίοι και Αμπελοχώρι· στο βάθος, χαμηλά στην κοίτη, στην αριστερή την όχθη, λίγο πιο πάνω απ’ το γεφύρι, η Πολιτσά, έρημη σήμερα, απλό πια τοπωνύμιο,! Κι όμως…
“Έμεναν οικογένειες τότε εκεί! Πήγαιναν, το χειμώνα, κι άραζαν χαμηλά, στην ποταμιά, για να αποφεύγουνε τα χιόνια…”
Αλλά και πέρασμα πολυσύχναστο είχε γίνει τότε η Πολιτσά. Διέθετε μάλιστα και χάνι, για τους Τζουμερκιώτες που φεύγανε στα Γιάννενα, για τους Κατσανοχωρίτες που, αντίθετα, ανέβαιναν στις θερινές βοσκές. Κι όλοι αυτοί, Τούρκοι και ντόπιοι, έπρεπε, πάντα, έστω και με τη ψυχή στο στόμα, να διαβούν εκείνο το φοβερό γεφύρι………
Σιγά-σιγά όμως, με το πέρασμα των χρόνων, το γεφύρι παραέγινε επικίνδυνο. Συνέβησαν ατυχήματα, πνιγμοί. Έτσι, σαν ήλθε για καλά το Ελληνικό (1912), οι κάτοικοι άρχισαν τις πιέσεις σε βουλευτές και υπηρεσίες. Ώσπου… “πήγε μια επιτροπή, ένας ο οποίος έχει πεθάνει, Μάντζος Κωνσταντίνος, εργολάβος απ’ το Αμπελοχώρι, ο Μήτσο ο Πραμαντιώτης, κι ένας ακόμη, ο Παπαστέργιος ο Γιάννης, τρίτος, πήγανε στη Νομαρχία και τους είπανε, ..κινδυνεύει εκεί ο κόσμος για να περνάει πέρα, να βγει ένα κοντύλι να επισκευαστεί…”
Τελικά, η πολυπόθητη πίστωση κόπηκε το 1932. Τότε όμως ήταν που αρχίζανε τα δύσκολα. Γιατί δεν ήταν απλά να χτιστεί ένα καινούργιο
γεφύρι -πολυτέλεια κάτι τέτοιο-, αλλά να μεγαλώσει και να ασφαλίσει ένα παλιό· ένα παλιό που ανέβαινε απότομα στα δεκαέξι τόσα μέτρα, ενώ στο πλάτος έφτανε δεν έφτανε στα δυόμιση, μάλιστα χωρίς στηθαία. Αν ήξερες τις παραξενιές του Άραχθου, τους ξαφνικούς
θυμούς του, καταλάβαινες το πρόβλημα……
Και, τότε, όλοι σκέφτηκαν -ποιόν άλλον;- τον Νίκο το Μάντζο, απ’ τους Ραφταναίους. Μάστορας καλός, γεφυράς πρώτος. Πήγαν και τον βρήκαν…
“Αρχιμάστορας στο γεφύρι της Πολιτσάς, αυτός που ανέλαβε, που έκανε κουμάντο, ήταν ο Νίκος ο Μάντζος, ο πρωτομάστορας να πούμε. Τον θυμάμαι, ήταν καλός τεχνίτης ο Νίκος, πελεκούσε καλά, έχτιζε καλά, ήταν και πολύ ωραίος σαν άνθρωπος…”
Ο Νίκος Μάντζος γεννήθηκε στους Ραφταναίους το 1891. Από μικρός μπήκε στα μπουλούκια, όπως άλλωστε όλο του το σόι. Πελεκάνος καλός ο πατέρας του, ο Γιάννης, πελεκάνοι και οι θείοι του, ο Μήτρος, ο Γιώργος. Όταν μεγάλωσε, έφτιαξε δικό του μπουλούκι κι άρχισε τα ταξίδια. Πήγε Πελοπόννησο, Θεσσαλία, Ηγουμενίτσα, Αγρίνιο. Παντρεύτηκε τη Βασιλική Γιάνκου, απ’ το Κοντοβράκι, κι απέκτησε μαζί της εννέα παιδιά. Όταν ανέλαβε το ξαναχτίσιμο του γεφυριού της Πολιτσάς, ήταν σαρανταενός ετών.
Για να απαλύνει το απότομο ανεβοκατέβασμα, απόφυγε να χτίσει, να σηκώσει το καλντερίμι απλώς γεμίζοντάς το. Έβλεπε πως κάτι τέτοιο θα προκαλούσε το ποτάμι, στην πρώτη την κατεβασιά θα γκρεμίζονταν όλα. Σκέφτηκε λοιπόν, δεξιά κι αριστερά της παλιάς, της μεγάλης καμάρας, να δημιουργήσει κι άλλες, μικρότερες βέβαια, που θα απορροφούσαν τις πλημμύρες, θα ανακούφιζαν την όλη κατασκευή.
Έτσι και δούλεψε. Και στο τέλος παρέδωσε όχι μόνο ένα στέρεο -ανώδυνη πια η διάβαση- αλλά και πολύ όμορφο γεφύρι. ΄Ηταν τώρα τετράτοξο, με μια ακόμα δεξιά και δυο αριστερά καμάρες. Λίγο αργότερα, του φτιάξαν και τα παραπέτα……
“Α, θυμάμαι την επισκευή. Θυμάμαι καθαρά, γιατί εκεί έζησα, είχα ζώα εκεί. Μάστορας καλός ο Νικόλας ο Μάντζος, πολύ καλός. Εκεί ήμουνα όταν το χτίζανε. Είχε μαστοροπαίδια, είχε ζώα, είχε γυναίκες που κουβαλούσανε δέντρα να κάψουνε ασβεσταριά, που κουβαλούσαν πέτρα. Ναι, ζαλίτσα κουβαλάγανε! Οι μαστόροι ξεκινούσαν τη δουλειά πριν σκάσει ο ήλιος. Πρωί – πρωί. Και τέτοια ώρα, αργά, δουλεύανε ακόμα. Δεν ξέρανε οχτάωρο τότε μωρέ. Λίγο διάλειμμα για κολατσό, λίγο για φαγητό το μεσημέρι, στο πόδι. Μένανε εκεί. Ο Χρηστογιώργος ο Τάκης φιλοξενούσε εκεί. Πελεκούσανε επιτόπου. Είδες καμάρες; Φτιάχνει κανένας τώρα τέτοια; Ήτανε μαστόροι καλοί, μαστορίνες σου λέω! Πρέπει να δουλέψαν κανά τρίμηνο τότε, το καλοκαίρι βέβαια, ναι. Λίγο μετά ήταν που ήρθαν ο Μήτσο Ξεκάρφωτος και ο Χρήστο ο Αναστασίου. Αυτοί κάνανε τα παραπέτα……”
Ο Νίκος Μάντζος, πελεκάνος πρώτος, καταξιωμένος γεφυράς, πέθανε στο χωριό του, στους Ραφταναίους, το 1967. Το γεφύρι του, στην Πολυτσά, ακόμα ζει..! (Πηγή http://arhiogefirionipirotikon.blogspot.com/)
Στη φωτογραφία του Α. Βερτόδουλου “Τοπίο στον Άραχθο με τη Γέφυρα της Πολιτσάς στο βάθος, 1960ς”
(Πηγή : Λεύκωμα ΗΠΕΙΡΟΣ, Γιάννινα, 1995)