———————–
Από το τέλος τού 1799, (4 δηλαδή χρόνια πριν από την άλωση τού Σουλίου από τον Αλή Πασά), τα οικονομικά συμφέροντα της ηγετικής (και τότε κατ’ ουσίαν ηγεμονεύουσας) στο Σούλι φάρας τών Μποτσαραίων, αλλά και το άφθονο χρήμα τού Αλή Πασά, οδήγησαν τη φάρα αυτή (170 οικογένειες!) στην εθελούσια υποταγή της στην οθωμανική «νομιμότητα» του Αλή Πασά (ΑΠ). Η φάρα αυτή, με επικεφαλής τον αρχηγό της Γιώργο Μπότσαρη, εγκατέλειψε το Σούλι και εγκαταστάθηκε στο Βουργαρέλι τής Άρτας.
Tο Σούλι ζει τις τελευταίες μέρες τής ελευθερίας του. Ο Κίτσος Γ. Μπότσαρης, (γιος τού προαναφερθέντος αρχηγού τής φάρας τών Μποτσαραίων), ήδη αρματολός στην υπηρεσία τού ΑΠ και κύριος διαμεσολαβητής στις διαπραγματεύσεις για την παράδοση του Σουλίου, κομίζει στο Σούλι τις προτάσεις «ειρήνης» τού αφέντη του, (δηλαδή του ΑΠ), οι οποίες, μεταξύ άλλων, περιλαμβάνουν την εκτόπιση από το Σούλι, του αρχηγού τής φάρας τών Τζαβελαίων, Φώτου Λ. Τζαβέλα! Οι (μετά την -κατά τα ανωτέρω- εθελούσια υποταγή τών Μποτσαραίων) σοβαρά αποδυναμωμένοι, εσωτερικά διασπασμένοι και ασφυκτικά πολιορκημένοι Σουλιώτες, δέχονται τις προτάσεις τού ΑΠ και, ουσιαστικά, διώχνουν τον Φώτο Τζαβέλα από το Σούλι…Ο τελευταίος, προσπαθώντας να διαφυλάξει την ηγετική, πλέον, θέση τής φάρας του στο Σούλι, αλλά και να αποτρέψει τον πραγματικά άδικο υποσκελισμό του από τον προδότη της πατρίδας του Κίτσο Γ. Μπότσαρη, καταφεύγει και ο ίδιος στα Γιάννενα…
Λίγο πριν (πικραμένος και εξαγριωμένος), εγκαταλείψει το Σούλι, το οποίο, ως την ώρα εκείνη, το είχε υπερασπισθεί γενναιότατα και αξιότατα, καίει ο ίδιος (ο Φώτος Τζαβέλας) το σπίτι του, για να μην καταλύσει σ’ αυτό ο θανάσιμος πλέον εχθρός του ο Κίτσος Γ. Μπότσαρης, μέλλων (σύμφωνα με τους -ήδη γενομένους δεκτούς από τους Σουλιώτες- όρους τού ΑΠ) πληρεξούσιος του ΑΠ διοικητής τού Σουλίου… Για την κίνησή του αυτήν, την προσφυγή του δηλαδή στον ορκισμένο εχθρό τού Σουλίου ΑΠ, η συλλογική μνήμη, (δημοτικό τραγούδι), τον έκρινε πολύ αυστηρά:
«Τι χάλευες, Φώτο μ’, στα Γιάννινα, στην Πόρτα τού Βεζύρη;
Και επρόδωκες τον τόπον σου και το καημένο Σούλι»…
Η αναγκαστική χρησιμοποίηση από τον ΑΠ, σώματος Μποτσαραίων μαζί με επίλεκτους Τουρκαλβανούς, σε (ανεπιτυχή για τον ΑΠ) επίθεση εναντίον τού Σουλίου, οδήγησε, (κατά τον Χ. Περραιβό), τον αρχηγό τής φάρας Γιώργο Μπότσαρη στην αυτοκτονία (στο Βουργαρέλι) από τύψεις τής συνειδήσεώς του για τις, (τελικά ολέθριες για το Σούλι), επιλογές του…
Mετά την πτώση τού Σουλίου, (Μέσα Δεκεμβρίου 1803), οι Μποτσαραίοι, φοβούμενοι ότι θα είχαν την ίδια με τους υπόλοιπους Σουλιώτες τύχη, εγκατέλειψαν το Βουργαρέλι και κατέφυγαν σε μια απόκρημνη και φύσει οχυρή θέση συνεχόμενη με την Ιερά Μονή Σέλτσου, ακριβώς δίπλα στη χαράδρα τού Αχελώου. Η μετοικεσία αυτή έγινε στα τέλη Δεκεμβρίου 1803, μέσα δηλαδή στο καταχείμωνο. Επικεφαλής τής τραγικής εκείνης συνοδείας, (γύρω στα 1200 άτομα συνολικά), ήταν τα παιδιά τού Γιώργου Μπότσαρη, Κίτσος και Νότης…
Εκεί, τον Ιανουάριο του 1804 δέχθηκαν σφοδρή επίθεση από οκτώ και πλέον χιλιάδες φανατισμένους Τουρκαλβανούς τού ΑΠ, ενισχυμένους από αρματολούς αλλά και άλλους (Χριστιανούς) οπλαρχηγούς τής περιοχής. Ανάμεσά στους τελευταίους, και κάποιοι, (όπως ο Κ. Πουλής, Μίχος Ζήκος, Αλέξης Τζήμας και ο Δ. Καραΐσκος), από τους οποίους ο ΑΠ είχε αφαιρέσει τα αρματολίκα, προκειμένου να τα προσφέρει ως δώρα στους (όπως είδαμε παραπάνω) προσχωρήσαντες σ’ αυτόν Μποτσαραίους… Ύστερα από 3 και πλέον μήνες ασφυκτικής πολιορκίας, η απεγνωσμένη άμυνα των αθανάτων εκείνων μαρτύρων της Ελευθερίας, κατέρρευσε απροσδόκητα, όταν εχθρική δύναμη, (περνώντας από εξαιρετικά δύσβατο μονοπάτι, κατόπιν θρυλούμενης προδοσίας), βρέθηκε στα νώτα τών αμυνομένων, στην πλέον νευραλγική και κρίσιμη αμυντική τοποθεσία Προφήτης Ηλίας.
Η τελική σύγκρουση, γύρω από την ΙΜ Σέλτσου, υπήρξε φονικότατη. Από τους περίπου 1200-1400 (συνολικά) Σουλιώτες του Σέλτσου, μάχιμους και μη, οι περισσότεροι σκοτώθηκαν επί τόπου. Αρκετοί από αυτούς αιχμαλωτίσθηκαν και μεταφέρθηκαν ως τρόπαιο στα Γιάννενα, και μόνο 50-70 διασώθηκαν. Ανάμεσα στους τελευταίους ήταν ο Κίτσος Γ. Μπότσαρης και ο μικρός γιος του ο Μάρκος, ο θρυλικός ήρωας του ’21… Μια ομάδα Σουλιωτών (κυρίως γυναικόπαιδα), με κοπιωδέστατη πορεία ωρών, προσπάθησαν απεγνωσμένα να προσεγγίσουν και να περάσουν το περίφημο γεφύρι του Κοράκου, προς την πλευρά της Καρδίτσας. Το γεφύρι, όμως, ήταν καλά «πιασμένο» από τους εχθρούς, και έτσι οι περισσότεροι από αυτούς θρυλείται ότι ρίχτηκαν και χάθηκαν στα άγρια νερά του Αχελώου…
Γράφει σχετικά ο Χ. Περραιβός για τις γυναίκες: «…όσαι δε προκατέλαβον τας όχθας τού ποταμού (ήσαν υπέρ τας εκατόν εξήκοντα) ανοίξασαι τας αγκάλας ερρίφθησαν εις τον ποταμόν αυθορμήτως μετά των φιλτάτων, των οποίων τα ελεύθερα και ιστορικά σώματα εκάλυψαν, κατέσυραν και εξέμεσαν σποράδην επί των όχθων τα ρεύματά του»…
Πολλές γυναίκες, κάποιες μαζί με τα παιδιά τους, θρυλείται ότι γκρεμίστηκαν στον φοβερό «πέτακα» (γκρεμό) στη ΒΑ πλευρά τού περιβόλου τού μοναστηριού, είτε σπεύδοντας να κατέβουν στο ποτάμι από ένα μονοπάτι-χάρο, είτε διαλέγοντας οι ίδιες, αντί της ατιμώσεως, τον θάνατο και συνεχίζοντας την ανατριχιαστική μα και μεγαλειώδη παράδοση του Ζαλόγγου… Κάποια στιγμή, θρυλείται, μέσα στον χαλασμό τής μάχης, η 21/22 ετών πανέμορφη Ελένη, η κόρη τού Νότη Γ. Μπότσαρη, έχοντας βρεθεί δίπλα στον βαρύτατα τραυματισμένο πατέρα της, τον ρώτησε: «Τι να κάμω, πατέρα;». Και εκείνος: «Παιδί μου, ήρθε η ώρα σου! Σκοτώσου!» Τελικά η Ελένη, συνεχίζει η παράδοση, ανοίγοντας δρόμο με το γιαταγάνι στο χέρι, βρέθηκε στο ποτάμι και έπεσε στο νερό. Ένας Τουρκαλβανός που την είδε, της φώναξε: «Δεν λυπάσαι τα νιάτα σου και την ομορφιά σου; Μην πνιγείς, κι εγώ θα σε γλυτώσω!». Όταν, όμως, ο ψυχοπονιάρης Τουρκαλβανός, τής άπλωσε το όπλο του για να το πιάσει και να σωθεί, εκείνη τον παρέσυρε μαζί της στον θάνατο… «Ακόμα ως τα σήμερα», γράφει ο Γ. Αθανασιάδης-Νόβας, όταν περνούν οι γυναίκες τών Αγράφων από εκεί, σκύβουν, παίρνουν ένα στουρνολίθαρο, το πετούν στα νερά τού ποταμού [Αχελώου] και ψιθυρίζουν: ‘Θεός σ’χωρέσει την Καπετάν-Ελένη’…» Πηγές : 1) Χριστόφορος Περραιβός, «Ιστορία τού Σουλίου και Πάργας», έκδοση 1857, ανατύπωση 1990. 2) Αριστείδης Σχισμένος, «Το Ολοκαύτωμα των Σουλιωτών στο Σέλτσο», Αθήνα 2004. 3) Βάσω Ψιμούλη, «Σούλι και Σουλιώτες», Εστία 2005 (εμπλουτισμένη Διδακτορική Διατριβή. (Από κείμενο του Σπύρου Θεοδωρόπουλου στο Global view – 23/4/2020 https://www.globalview.gr/)
Στη φωτογραφία του Σπύρου Μελετζή (1937), το Μοναστήρι του Σέλτσου στην άκρη του φοβερού “πέτακα” (γκρεμού) (Φωτο Μουσείο Μπενάκη)