“Ο Γιάννης Βαμβουρέλης είχε έρθει από την Μυτιλήνη. Ήταν ζαχαροπλάστης και είχε πέντε κόρες τόσο όμορφες που ταίριαζε να τις ρωτήσεις «ζαχαροπλάστης ήταν ο μπαμπάς σας;». Επίσης είχε κι ένα γιό που σπούδασε κινηματογράφο στη Γερμανία και ήταν από τους πρώτους που δούλεψαν κινούμενο σχέδιο στην Ελλάδα.
Επηρεασμένος από το γαλλικό μπιστρό Μαξίμ του 1893, έφτιαξε το δικό του στην κεντρική πλατεία της Άρτας το 1967. δίπλα από την είσοδο του σπιτιού του Κλέωνα Τσέτη. Κάτω από την επιγραφή salon maxim έγραφε «διαρκής έκθεση ζαχαροπλαστικής» γιατί αντιμετώπιζε τη ζαχαροπλαστική σαν τέχνη κι όχι σαν εμπόριο. Η τέχνη χρειάζεται ένα χώρο να εκτίθεται κι όχι ένα μαγαζί να πωλείται.
Το εργαστήρι του ήταν στην οδό Κοσμά Αιτωλού και εννοείται πως ο μπάρμπα Γιάννης δεν αναπαρήγε τα ίδια γλυκά, αλλά σαν πραγματικός καλλιτέχνης ακολουθούσε την έμπνευσή του, δοκιμάζοντας καινούργιους συνδυασμούς, πετυχαίνοντας απίθανες γεύσεις, δίνοντας περίτεχνα σχήματα στις πάστες και στις τούρτες του. Έφτιαχνε πάστες που μοιάζανε με αχιβάδες, με φίδια, με λουλούδια, τούρτες που νόμιζες πως ήταν πραγματικοί κορμοί δέντρων. Αποθέωση ήταν το έργο του με τίτλο «το ναυάγιο» που είχε πάρει μέρος στην έκθεση τοπικών προϊόντων. Παρουσίαζε τον πυθμένα της θάλασσας, με κοράλλια, σφουγγάρια, φύκια, κι ένα βυθισμένο πλοίο.
Κάθε χρόνο συνήθιζε να στέλνει δημιουργήματά του στον διαγωνισμό ζαχαροπλαστικής που γινόταν στα πλαίσια της διεθνούς έκθεσης Θεσσαλονίκης και συχνά κέρδιζε το πρώτο βραβείο.
Αριστερών πεποιθήσεων ο μπάρμπα Γιάννης, την περίοδο της χούντας δεχόταν συχνά έλεγχο στο μαγαζί του από κλιμάκια του στρατού και της χωροφυλακής, τα οποία έψαχναν να βρουν υγειονομικές παρατυπίες, σαν αφορμή για να του κλείσουν το μαγαζί, ή να τον συλλάβουν, αφού άλλα δικαιώματα δεν έδινε.
Το 1973 το Μαξίμ μεταφέρθηκε απέναντι στην οικοδομή που κτίστηκε, εκεί που πριν ήταν το άλλο ζαχαροπλαστείο το ΕΛΒΕΤΙΚΟΝ του Ιωάννου και στο υπόγειο το εμπορικό του Αποστολίδη- Λυγούρα.
Το μαγαζί αυτό ήταν πιο ευρύχωρο από το προηγούμενο είχε πατάρι για τα ζευγάρια, ενώ κάποια εποχή έγινε απόπειρα να λειτουργήσει και το υπόγειο με ελληνική μουσική και γλέντι. Σύντομα έγινε το στέκι πολλών ανθρώπων και ιδιαίτερα των καθηγητών και δασκάλων. Εκεί η μεγάλη κόρη του Βαμβουρέλη η Βίκυ διηύθυνε την επιχείρηση και ο σερβιτόρος Σιαμέτης γύριζε με τον δίσκο.
Τα καλοκαίρια η δροσιά της πλατείας ήταν απολαυστική και οι θαμώνες δεν έλεγαν να σηκωθούν να πάνε σπίτια τους. Τότε ο Σιαμέτης έπαιρνε την σκούπα κι άρχιζε να σκουπίζει, για να καταλάβουν οι παρέες πως έπρεπε να του δίνουν. Πιο συγκαταβατική η Βίκυ έλεγε στον κόσμο «εμείς θα κλείσουμε, εσείς καθίστε όσο θέλετε, πιείτε τα ποτά σας και φεύγοντας κρύψτε τα ποτήρια ανάμεσα στο φύλλωμα των δέντρων».
Ο Γιάννης Βαμβουρέλης έφυγε από τη ζωή το 1982. Το Μαξίμ συνέχισε να λειτουργεί μέχρι που η Βίκυ βγήκε στην σύνταξη και συνεχίζει να λειτουργεί ακόμα και σήμερα υπό άλλη διεύθυνση.”
(Κείμενο του Σωτήρη Σαρλή όπως δημοσιεύτηκε στο ιστολόγιό του στο φβ)
Στη φωτογραφία ένα απο τα ενθύμια που έχει η κυρία Πόπη Μυτιληναίου από τον πατέρα της. Είναι έργο του ιδίου, φτιαγμένο από υλικά ζαχαροπλαστικής.”
Χριστούγεννα του 1971 : Ο Κωσταντίνος Κουτρούμπας, η συζυγός του Φωτεινή Μπαλάσκα – Κουτρούμπα και η παρέα τους διασκεδάζουν στο ΜΑΞΙΜ, στην κεντρική πλατεία της Άρτας.