“Είμαστε στο 1944, έβγα χειμώνα, στα ριζά των Τζουμέρκων. Η έδρα του κλιμακίου ΕΛΑΣ Ηπείρου – Δυτ. Στερεάς βρίσκεται στο Βουργαρέλι. Το Βουργαρέλι ήταν άλλοτε απ’ τα καλύτερα χωριά, το πιο πολιτισμένο της περιοχής. Αλλ’ αφότου το διάλεξε ο Ζέρβας για στρατηγείο του κι έγινε αφορμή να καεί απ’ τούς Γερμανούς, χωρίς εννοείται ν’ αντισταθούν οι οπαδοί του, από τότε το ελατόφυτο μεγαλοχώρι, το θαυμάσιο για παραθερισμό, μεταβλήθηκε σε πένθιμα χαλάσματα κι αποκαΐδια. Λίγα σπίτια μένουν ορθά………….
Πλησίαζε η 25 Μαρτίου κι οι αντάρτες ετοιμάζονταν για την εθνική γιορτή. Θα γίνονταν επίσημη δοξολογία στην καμένη εκκλησιά, τον πανηγυρικό θα εκφωνούσε ο υπασπιστής της Μεραρχίας. Το απόγευμα θ’ ακολουθούσε παράσταση με το “Να ζει το Μεσολόγγι” του Ρώτα. Το ετοίμαζαν οι νέοι του χωριού. Θα λάβαιναν μέρος και κοπέλες, που ήταν αρκετά ξεβγαλμένες εκεί. Ξανάχαν παίξει, μου φαίνεται.
Λίγες μέρες πριν απ’ του Ευαγγελισμού οι αντάρτες μου ζήτησαν κι εμένα κάτι.
– Θ’ απαγγείλω ένα ποίημα, τους είπα.
Το ξέραν, αλλά δεν αρκούσε. Αυτοί θέλαν κάτι άλλο, που να βαστάει πιο πολύ.
– Έχουμε και το δράμα, τους λέω.
Αυτού ζητούσαν να καταλήξουν κι αυτοί. Μου ζητούσαν να γράψω κι εγώ ένα ανάλογο. Εκείνο ήταν παλιό, για το Εικοσιένα. Το δικό μου θα μιλούσε για τα σημερινά. Όσο θέλαν ας κράταγαν και τα δυο, αυτοί δε βαριόνταν να τα παρακολουθήσουν. Ήταν τόση η δίψα τους, τέτοια η απαίτησή τους, ώστε έπρεπε να υποχωρήσω. Και άρχισα να σκέφτομαι πως να τα βγάλω πέρα, εγώ που ποτέ ως τότε δεν είχα καταπιαστεί με το θέατρο, που δε θάχα δει ούτε είκοσι παραστάσεις σ’ όλη τη ζωή μου.
Αλλά κι οι σύντροφοί μου είχαν δίκιο. Ποιος άλλος θα τους έγραφε, αν όχι εγώ; Κάθισα, λοιπόν, μ’ εκείνον το διαβολόκαιρο στην άκρη απ’ τη γωνιά και συμπώντας τα ξύλα που έβγαζαν καπνό σκάρωσα στα γρήγορα ένα θεατρικό διάλογο με τρία τέσσερα πρόσωπα, χωρίς δράση σχεδόν. Του έβαλα και τίτλο : Το καινούργιο Εικοσιένα.
Το διάβασα σε κάνα δυο και τους άρεσε. Ανάλαβαν κιόλας να το παίξουν. Ακόμα έβγαλαν με καρμπόν και τρία τέσσερα αντίγραφα. Το ένα ήθελε να το πάρει μαζί του ο καπετάν Ερμής, του ανεξάρτητου συντάγματος, που βιάζονταν να φύγει την προπαραμονή της γιορτής.
Όταν έγινε η παράσταση, πάλι με χιόνι, με άθλιο καιρό, σ’ ένα ακατοίκητο σπίτι σαν αχερώνα, σα χάνι, έπειτα απ’ το καθεαυτού έργο παίχτηκε και το δικό μου. Νόμιζα πως οι θεατές, στρυμωγμένοι σε κάτι παλιοσάνιδα, άλλοι καθιστοί, άλλοι όρθιοι, ανάμεσα σε τσιγάρα και λάμπες που κάπνιζαν, νόμιζα πως δε θάχαν υπομονή να καθίσουν άλλο μέσα κει. Κανένας όμως δεν έλεγε να φύγει κι έμειναν όλοι ως το τέλος. Η πρόχειρη εκείνη σκηνή μου τους είχε κινήσει την προσοχή, με τη γλώσσα, το τοπικό χρώμα, κι εγώ δεν ξέρω με τι…….” (Πηγή : Περιοδικό «ΘΕΑΤΡΟ», Τόμος Θ’, Τεύχος 53 -54, Σεπτέμβρης – Δεκέμβρης 1976)
Στη φωτογραφία στιγμιότυπο από τη «Λαϊκή σκηνή» του Γιώργου Κοτζιούλα. Ήπειρος, 1944 Κώστας Μπαλάφας (ΦΑ_14_294) – Μουσείο Μπενάκη