“ΤΟ ΞΕΦΛΟΥΔΙΣΜΑ” – ΚΑΤΑΡΡΑΚΤΗΣ ΑΡΤΑΣ

————————————–
“Τα παλιά τα χρόνια όταν μάζωναν τις ρόκες, τις σώριαζαν σε ένα απ’ τα δυο δωμάτια της κατοικίας ή εις την καλυτέραν αποθήκην την οποίαν είχαν ή έξω εις την αυλήν, δια να τις ξεφλουδίσουν και δια την προστασίαν των από τα ζώα, τις κότες και την πιθανή βροχή έρριχναν πάνω από αυτά ρούχα για να τις προφυλάξουν. Οι μεγάλοι σωροί από τις αξεφλούδιστες ρόκες εδημιούργουν πολλά προβλήματα όπως του χώρου και κυρίως της καταστροφής του καρπού, διότι αν έμεναν πολλές ημέρες αξεφλούδιστες “άναβαν”, “μόκιαζαν” και χαλούσαν. Αν δε χαλούσαν, η οικογένεια έχανε το ψωμί της χρονιάς.
Όριζαν λοιπόν ένα βράδυ, διότι την ημέραν είχαν τις διάφορες εργασίες και έλεγαν τούτο εις τους γείτονες των, τους συγγενείς και εις τους φίλους.
Απευθυνόμενοι για βοήθεια έλεγαν : “Αύριου του βραδ’ έχουμι ξιφλουδίσματα. Αν ηυκηρείτε κι θέλητει ας αρθειτει να μας βουηθήσητει κι θα να ‘ρθουμει κι μεις όπουτι μας χρειαστήτει.” Οι άλλ’ αφού σκέφτονταν, απάνταγαν “Κάποιους θα να ΄ρθ’ κι απού ημάς.”
Το ξεφλούδισμα αρχίναγε μόλις σκοτείνιαζε, κι είχαν τελειώσει τις άλλες εργασίες. Ετοίμαζαν τα σακιά π’ θα να’ βαναν τις κομμένες ρόκες, ενώ ξεχωριστά θα να ‘βαναν τις κρεμάδες ή τις πλέξεις, καθώς και τα σουβλιά για ν’ ανοίγουν τα φύλλα. Κάθονταν γύρω απ’ το σωρό, σε κύκλο ή κάτω στο έδαφος ή πάνω σε σκαμνιά και οι νεαροί άλλοτε κάθονταν κι αυτοί με τους άλλους ή πάνω στο σωρό.
Τα ροκόφυλλα τα πετούσαν πίσω τους και κατά διαστήματα τα μάζωναν και τα αποθήκευαν σε ειδικώς διασκευασμένο μέρος, να τα έχουν για θροφή των χονδρών ζώων το χειμώνα. Τις κρεμάδες άλλοτε τις έπλεκαν δυο-δυο από μερικά μαλακά φύλλα τα οποία άφηναν στο κοτσάνι ή τις έπλεκαν πολλές μαζί σε πλέξεις. Μετά τις έβαναν σε ένα μέρος ή κάποιος βοηθούμενος κι από κάποιον άλλο, τις κρέμαγε ή στα ματέρια στο ξεταβάνωτο δωμάτιο ή σε σύρματα κάτω από το ταβάνι. Έτσι καθ’ όλον το διάστημα αερίζονταν και δε χάλαγε το καλαμπόκι.
Τις άλλες τις ρόκες, τις κομμένες τις έβαναν σε άλλο μέρος και τις άπλωναν να μην ανάψουν και μοκιάσουν, κι αφού τις έλιαζαν στη λιάστρα καλά, τις στούμπαγαν, έλιαζαν το καλαμπόκι πάλι και το αποθήκευαν ή στ’ αμπάρια ή σε σακιά σε ευάερο μέρος να μην ανάβει. Αν είχαν μεγάλη σοδιά, κατά διαστήματα έλιαζαν ξανά το καλαμπόκι κατά τη διάρκεια του έτους για να μην ψειριάζει. Τις ημίχλωρες τις ρόκες, γιατί ήταν και τέτοιες, τις ξεχώριζαν ή για να τις βράσουν ή για να τις ψήσουν. Προσπάθαγαν όμως, για να τελειώσουν μια ώρα αρχύτερα, να έχουν πολλά άτομα και οι νοικοκυραίοι να κάνουν όσο μπορούσαν γλήγορα. Πολλές βολές ξεφλούδαγαν και δυο και τρία βράδια, αν είχαν πολλά μπερεκέτια, μεγάλη δηλαδή σοδειά…..”(Πηγή : ‘Αρθρο του Ι. Σκούτα στο περιοδικό ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ, τχ. 276, 2002 – Η συνέχεια του άρθρου σε επόμενη δημοσίευση)

Στη φωτογραφία : Ξεφλούδισμα καλαμποκιού στη δεκαετία του 1950 ( Φωτο από Αρχείο Πολιτιστικού Συλλόγου Γιαννιώτι, Δήμος Γεωργίου Καραισκάκη)

Δημοσιεύθηκε στην Λαογραφικά και άλλα. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *