ΒΟΛΤΑ ΣΤΗΝ ΟΔΟ ΣΚΟΥΦΑ ΤΗΝ ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ ’60

——————————–
Στη συμβολή των οδών Σκουφά και Βασιλέως Πύρρου, στεκόταν πάνω σε βάθρο και μέσα σε κυλινδρικό προστατευτικό περίβλημα ένας τροχονόμος. Από εκεί ξεκινούσε η βόλτα μας στην αγορά της Άρτας.
Το πρώτο μαγαζί που βλέπαμε ήταν το μπακάλικο του Μήτσου Σκορδή πάντα γεμάτο κόσμο. Μέσα δούλευε ο Γαρίφαλος εξυπηρετικός και κεφάτος.
Στη γωνία Σκουφά και Γριμπόβου το εστιατόριο Αβέρωφ ανταγωνιζόταν στις μυρουδιές το απέναντι εστιατόριο του Ζέρβα. Εκεί έτρωγαν ένα πιάτο φαί, εργένηδες, μαθητές από χωριά και επισκέπτες της πόλης.
Συνεχίζοντας στη Σκουφά συναντούσαμε το μπακάλικο του Αναγνωστόπουλου.
Το εμπορικό του Γιάννη Γιώτη με υφάσματα αλλά και έτοιμα ενδύματα. Πολλά καταστήματα που πουλούσαν ρούχα, έγραφαν στην πινακίδα τους «νεωτερισμοί», γιατί το έτοιμο ένδυμα ήταν κάτι καινούργιο εκείνο τον καιρό, όπως επίσης και το έτοιμο εσώρουχο.
Βλέπαμε το ξενοδοχείο Πάνθεον που στη κατοχή οι Γερμανοί το είχαν επιτάξει και εγκαταστήσει το φρουραρχείο τους, τη κομανταντούρ .
Το καφενείο του Κατσάρη είχε μια ατραξιόν που φαίνονταν από την τζαμαρία. Μια ψεύτικη μαϊμού που κάθονταν σε μια καρέκλα και κάπνιζε ένα τσιγάρο. Η καύτρα του έμοιαζε αναμμένη.
Στη γωνία του δρόμου που πήγαινε στον παντοκράτορα ήταν ένα πολύ μικρό μαγαζί , που ο ιδιοκτήτης του ο Χρήστος Σοκολάκης, στέκονταν απέξω χειμώνα καλοκαίρι και πουλούσε ζαχαρώδη προϊόντα. Από τις 25 Μαρτίου και πέρα έφερνε το μαλακό άσπρο παγωτό σίσσυ που έβγαινε από μια μηχανή και γέμιζε τα χωνάκια. Τη Μεγάλη Εβδομάδα διέθετε παγωτό νηστίσιμο.
Τα Γιωτάκια ήταν δύο αδέλφια που μαζί με έναν υπάλληλό στο πατάρι, πουλούσαν και επιδιόρθωναν παπούτσια, χωρίς να σταματάνε να διηγούνται σε γνωστούς και αγνώστους τα ερωτικά τους κατορθώματα. Με λεπτομερείς περιγραφές, με κομπασμούς, με υπερβολές, αλλά πάνω απ’ όλα με εχεμύθεια, διότι ποτέ δεν εξέθεταν πρόσωπα.
Το εμπορικό των αδελφών Χουλιάρα ήταν εκεί που παλιότερα είχε μαγαζί ο Νικόλαος Σκουφάς. Ο Τάκης, ο Γιώργος και ο υπάλληλος Σωτήρης, πρόθυμοι να κατεβάσουν τα πιο βαριά τόπια από τα πιο ψηλά ράφια.
Το καφενείο του Βήχα με μαρμάρινα τραπέζια και καθρέφτες στους τοίχους, συγκέντρωνε κυρίως άνδρες, για καφέ, ποτό και τσιγάρο.
Το φαρμακείο της Σόνιας Παπανικολάου- Τσέτη με το ξύλινο πάτωμα. Όσοι δούλευαν εκεί είχαν ταλέντο στο να αποκρυπτογραφούν τα ιερογλυφικά των γιατρών.
Το υπόγειο Αποστολίδη- Λυγούρα κάτω από το ζαχαροπλαστείο Ελβετικόν του Ιωάννου. Ο Αποστολίδης έπιανε το ρούχο που δοκίμαζες, το μάζευε τεχνηέντως από πίσω και σε κατάφερνε να το αγοράσεις ακόμα κι αν ήταν τρία νούμερα μεγαλύτερο.
Ο Λογοθέτης είχε ένα μαγαζί με βαφές και συνήθιζε να λέει στους πελάτες του «αν πετύχει το χρώμα να ‘ρθεις να με κεράσεις».
Λίγο πριν φτάσουμε στη πλατεία μονοπωλίου ήταν ο Δημητράκης Τσολιάς με τα έπιπλα. Πολυθρόνες, καναπέδες, τραπεζαρίες με πολύ στυλ και φινέτσα.
Απέναντι από την πλατεία μονοπωλίου το ξενοδοχείο Ακροπόλ του Γαλανού, από τα μπαλκόνια του οποίου μιλούσαν πολιτικοί και υποψήφιοι δήμαρχοι. Από κάτω το Ζαχαροπλαστείο του Σκανδάλη. Στη γωνία του δρόμου που έβγαζε στη Κασσωπίτρα άλλο περίφημο ζαχαροπλαστείο, το Νέον.
Στην πλατεία δίπλα απο τον Κατσαούνο ήταν το τσαγκάρικο του Καλαμπάκου.
Το εστιατόριο του Θανάση Ευταξία όπου έφαγε ο Ωνάσης. Δίπλα στη στοά ήταν το χάνι του Καραβασίλη, φαίνονταν στο βάθος άλογα και μουλάρια και μύριζε ελαφρώς η καβαλίνα . Απέναντι το κτίριο της φιλαρμονικής από όπου ακούγονταν τρομπέτες, κορνέτες και σαξόφωνα, που έκαναν πρόβες.
Η βόλτα μας τέλειωνε εκεί που δύο μουγκοί είχαν μαγαζί με ποδήλατα κοντά στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου. Όταν δεν είχαν πελατεία, κάθονταν έξω σε ένα τραπεζάκι, πίνανε ούζο με μεζέ, και φλυαρούσαν με χειρονομίες και μούτες. (Η περιγραφή των καταστημάτων της Αγοράς και η φωτο είναι από το ιστολόγιο του Σ. Σαρλή)

Δημοσιεύθηκε στην Το εμπόριο στην Άρτα. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *