Στις 7 Μαΐου του 1895, έγιναν τα αποκαλυπτήρια του ανδριάντα του Γεωργίου Καραϊσκάκη, στον Πειραιά, συνοδευόμενα από παράλληλη μετονομασία της Πλατείας, από Πλατεία Απόλλωνος που μέχρι τότε ονομαζόταν, σε Πλατεία Καραϊσκάκη. Ωστόσο, να διευκρινίσουμε ότι δεν πρόκειται για τον έφιππο ανδριάντα του Καραϊσκάκη που υπάρχει σήμερα στην ομώνυμη Πλατεία, που είναι φιλοτεχνημένος τη δεκαετία του 1960, αλλά για έναν πολύ παλιότερο που βρισκόταν στην ίδια ακριβώς θέση με τον σημερινό.
Η Πλατεία Απόλλωνος λοιπόν, την 7η Μαΐου του 1895 πήρε την ονομασία Πλατεία Καραϊσκάκη, που διατηρεί μέχρι σήμερα, αλλά που τότε θεωρούνταν πολύ σημαντική, καθώς αποτελούσε τη “βιτρίνα” της πόλης για όσους έφταναν με πλοία στο λιμάνι. Η Πλατεία Καραϊσκάκη ήταν κοντά στη βασιλική αποβάθρα, κοντά στο Ωρολόγιο και Δημαρχείο του Πειραιά και περίπου στο κέντρο του λιμανιού. Συνεπώς, ήταν η πρώτη ορατή πλατεία σε όσους έφταναν με πλοία στην πόλη.Όλη αυτή η παραλιακή ζώνη αποτελούσε την πύλη εισόδου και εξόδου των ξένων βασιλέων και επισήμων στην Ελλάδα, αφού όλες οι μετακινήσεις τους γίνονταν μόνο με πλοία.
Η μετονομασία της πλατείας σε Καραϊσκάκη, η τοποθέτηση ανδριάντα του ήρωα στο κέντρο και ο εξωραϊσμός της, ήταν έργα του Θεόδωρου Ρετσίνα που είχαν να κάνουν με τη γενικότερη προετοιμασία της πόλης για τους επικείμενους Ολυμπιακούς Αγώνες, που είχαν οριστεί να γίνουν έναν περίπου χρόνο αργότερα, το Μάρτιο του 1896, στους οποίους ο Πειραιάς θα λάμβανε ενεργή συμμετοχή με την διεξαγωγή αγωνισμάτων στην περιφέρειά του.
ΤΑ ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΗΡΙΑ
Στις 15.30 μιας κυριακάτικης ημέρας του Μαΐου του 1895, ο τότε Δήμαρχος Πειραιά Θεόδωρος Ρετσίνας μαζί με το Δημοτικό Συμβούλιο μετέβη στον σιδηροδρομικό σταθμό (τον μετέπειτα «Ηλεκτρικό») όπου υποδέχθηκε τον Βασιλιά Γεώργιο Α’ και τη βασιλική οικογένεια, τον Πρωθυπουργό Χαρίλαο Τρικούπη, καθώς και τους υπόλοιπους επισήμους που θα τιμούσαν με την παρουσία τους την εκδήλωση.
Φυσικά, στο κέντρο του ενδιαφέροντος βρισκόταν ο γιος του στρατάρχη της Ρούμελης, ο Σπύρος Καραϊσκάκης, ο οποίος προσήλθε στην εκδήλωση φορώντας την επίσημη στολή του στρατηγού και συνοδευόμενος από την κόρη του. Όλοι μαζί βάδισαν εν πομπή μέχρι την πλατεία όπου κάθισαν σε μια ειδική ξύλινη εξέδρα που είχε στηθεί για την περίσταση, απέναντι από τον ανδριάντα ο οποίος φυσικά ακόμα δεν ήταν ορατός, αφού ήταν σκεπασμένος με μια ελληνική σημαία, στερεωμένη με κυανόλευκες ταινίες για να μην την σηκώσει ο άνεμος και γίνουν τα αποκαλυπτήρια πριν από την ώρα τους.
Ο Βασιλιάς Γεώργιος Α’ ήταν εκείνος που προχώρησε στα αποκαλυπτήρια του αγάλματος σύροντας τις ταινίες και κάνοντας ορατό το φιλοτεχνημένο άγαλμα, λέγοντας τα εξής: «Αποκαλύπτων σήμερον το άγαλμα του μεγάλου της Στερεάς Στρατάρχου Καραϊσκάκη, εύχομαι όπως η ένδοξος αυτού μνήμη είναι αιώνιος εις τας παρούσας και τας μελλούσας γενεάς».
Η φιλαρμονική του Δήμου άρχισε αμέσως να παίζει ένα εμβατήριο που είχε συνθέσει ειδικά για την περίσταση ο αρχιμουσικός της, που τότε ήταν ο σπουδαίος Σπυρίδων Καίσαρης. Και ενώ κλήθηκε ο ποιητής Γεώργιος Στρατήγης να απαγγείλει στη συνέχεια ποίημα αφιερωμένο στον ήρωα της εθνικής μας παλιγγενεσίας, θόρυβος μεγάλος επικρατούσε ανάμεσα στον κόσμο, τόσο δυνατός, ώστε η απαγγελία του να καταστεί πραγματικό βάσανο για τον ποιητή της Φρεαττύδας.
Ο θόρυβος οφειλόταν στο ότι εκείνος ο πρώτος ανδριάντας του Γεωργίου Καραϊσκάκη, μικρή ομοιότητα φαίνεται ότι είχε προς τον ένδοξο στρατηλάτη. Η Βασίλισσα Όλγα, για να δικαιολογήσει την αμηχανία που προς στιγμή επικράτησε, είπε ότι ίσως τον αναπαριστά σε μικρότερη ηλικία. Ωστόσο, οι παριστάμενοι την ώρα της εκδήλωσης θορυβημένοι από την έλλειψη ομοιότητάς του προς την πραγματική μορφή του ήρωα, μιλούσαν μεταξύ τους, άλλοι γελούσαν ενώ κάποιοι δεν δίστασαν να διαμαρτυρηθούν και δυνατά με τον κίνδυνο να χαρακτηριστούν ασεβείς προς την εκδήλωση μνήμης και απόδοσης τιμής που όφειλε να επικρατεί σε μια ανάλογη τελετή. Ο ανδριάντας που αποκαλύφτηκε μπρος τα μάτια του πλήθους, όχι απλά δεν έμοιαζε φυσιογνωμικά στον Καραϊσκάκη, αλλά ούτε και ως προς τη στάση του σώματός του.
Η φουστανέλα που έφερε ο «άγνωστος» που παρίστανε τον Καραϊσκάκη, ήταν τελείως παράταιρη και ξένη, σαν να την φορούσε κάποιος αλλοδαπός φιλέλληνας. Η στάση των χεριών ήταν επίσης λανθασμένη, καθώς αντί να κρατούν σπαθί ή τουφέκι, ήταν ανοιχτά όπως ακριβώς τα κρατά ένας ρήτορας ή ένας ποιητής όταν απαγγέλλει ποίημα. Μια μπέρτα κάλυπτε τους ώμους του και έπεφτε μέχρι κάτω στα πόδια του, κάνοντάς τον να μοιάζει περισσότερο με αρχαίο φιλόσοφο και λιγότερο με ήρωα της επανάστασης.
Ο γιος του Καραϊσκάκη κλήθηκε μετά το πέρας της εκδήλωσης να μετριάσει τις αντιδράσεις, κάνοντας σχετική δήλωση που λίγο – πολύ έλεγε ότι το άγαλμα έμοιαζε πραγματικά με τον πατέρα του. Όμως οι συζητήσεις και οι αντιδράσεις του κόσμου δεν μετριάζονταν.
Παρατηρώντας μάλιστα κάποιος τη στάση του φιλοτεχνημένου ανδριάντα του Καραϊσκάκη του 1895 με το δεξί χέρι μπροστά και το αριστερό πόδι σε θέση «ανάπαυσης», βρίσκει απόλυτη ομοιότητα με αυτόν του Λόρδου Βύρωνα που βρίσκεται στο Μεσολόγγι. Είναι δηλαδή ορατή η «ποιητική» στάση και διάθεση ενός ανδριάντα που υποτίθεται ότι αναπαριστά τον Καραϊσκάκη.
Τον θόρυβο που δημιουργήθηκε γύρω από το άγαλμα του Καραϊσκάκη και την ομοιότητά του ή μη με τον ήρωα, ανέλαβε να υπερασπιστεί με μια επιστολή του ο γνωστός στην εποχή του γλύπτης Λάζαρος Φυτάλης, ο οποίος απέστειλε στις 12 Μαΐου του ίδιου έτους μια επιστολή που δημοσιεύθηκε στις εφημερίδες, με την οποία έκανε γνωστό ότι ο ανδριάντας φιλοτεχνήθηκε από τον αδελφό του, Γεώργιο Φυτάλη. Ο Λάζαρος Φυτάλης υπερασπίσθηκε τον αδελφό του – ο οποίος στο μεταξύ είχε πεθάνει -, λέγοντας ότι όντως ο ανδριάντας δεν κατασκευάστηκε λόγω παραγγελίας από τον Δήμο Πειραιά, αλλά χρόνια νωρίτερα, το 1867, προκειμένου να συμμετάσχει ο αδελφός του στην Έκθεση των Παρισίων. Επειδή όμως δεν έγινε αυτό λόγω καθυστερημένης αιτήσεως, το άγαλμα είχε μείνει στο εργαστήριο.
Εικοσιοκτώ χρόνια χρειάστηκε να περάσουν από όταν φιλοτεχνήθηκε, όταν ο Δήμος Πειραιά έκρινε ότι ήταν κατάλληλος να στηθεί στην πλατεία. Ο Λάζαρος Φυτάλης υπερασπιζόμενος την ομοιότητα του αγάλματος με τον ήρωα, είπε ότι οι απεικονίσεις του ήρωα που κυκλοφορούσαν μέχρι τότε ήταν λανθασμένες, διότι τον αναπαριστούσαν μεγάλο στην ηλικία, ενώ ο Καραϊσκάκης πέθανε μόλις 45 ετών και κατά συνέπεια αυτές θα πρέπει να αποσυρθούν από την κυκλοφορία και όχι η απεικόνιση του αδελφού του.
Ωστόσο, σε ένα άρθρο της εφημερίδας «ΕΜΠΡΟΣ» του 1908 αναφέρεται ότι ο γλύπτης Γεώργιος Φυτάλης φιλοτέχνησε έναν άγνωστο νεαρό αγωνιστή. Ο γλύπτης όμως πέθανε και η οικογένειά του στη συνέχεια με γνωριμίες που είχε στον Δήμο Πειραιώς πούλησε το ανώνυμο γλυπτό, στο οποίο μπήκε επιγραφή που έλεγε ότι είναι ο Γεώργιος Καραϊσκάκης. Άλλες φήμες έλεγαν ότι ο ανδριάντας αναπαριστούσε τον Οδυσσέα Ανδρούτσο, ενώ πολλοί άλλοι ήρωες της επανάστασης πρωταγωνίστησαν σε εκείνες τις «ασκήσεις» ομοιότητας στις οποίες είχαν επιδοθεί μετά μανίας οι Πειραιώτες.
Τα χρόνια περνούσαν και η φήμη του συγκεκριμένου ανδριάντα εξαπλωνόταν περισσότερο στην Ελλάδα για την παράξενη ανομοιότητα με τον ήρωα που υποτίθεται ότι αναπαριστούσε. Περιηγητές και διερχόμενοι με πλοία από το λιμάνι του Πειραιά, δεν παρέλειπαν να κάνουν και μια στάση στην Πλατεία και να αποθανατιστούν φωτογραφικά έχοντας πίσω τους τον «άγνωστο» ήρωα που είχε το θράσος να υποδύεται τον Καραϊσκάκη. «Μα πώς κατάντησε ο κακομοίρης» έλεγαν οι περισσότεροι χαμογελώντας. Για αυτό και στις περισσότερες φωτογραφίες που συναντούμε μέχρι σήμερα, με φόντο το συγκεκριμένο άγαλμα, οι άνθρωποι γελούν, λες και αποθανατίζουν μια χαρούμενη στιγμή της ζωής τους.
Με το θέμα δεν θα μπορούσε να μην ασχοληθεί και ο μέγας Πειραιογράφος Παύλος Νιρβάνας ο οποίος, χρόνια αργότερα, το 1935, αφιερώνει ένα χρονογράφημά του που φέρει τίτλο «Οι μαρμαρωμένοι ήρωες του Πειραιά», στο οποίο αποκαλύπτει την ιστορία του ανδριάντα, επιβεβαιώνοντας στην ουσία το δημοσίευμα της εφημερίδας «Εμπρός» του 1908, ότι δηλαδή ο ανδριάντας δεν προορίζονταν για τον Γεώργιο Καραϊσκάκη, αλλά για κάποιον άλλον μαρμαρωμένο ήρωα. Η μεσολάβηση ενός Πειραιώτη δημοσιογράφου (τον οποίο ο Νιρβάνας δεν κατονομάζει) ο οποίος είχε συναισθηματικούς δεσμούς με την κόρη του γλύπτη, αλλά και συνάμα στενές πολιτικές σχέσεις με τον Δήμαρχο Πειραιά, τον Θεόδωρο Ρετσίνα, ήταν εκείνες που στάθηκαν αιτία να στηθεί ο ανδριάντας κάποιου αγνώστου στη θέση του πιο γνωστού ίσως ήρωα της επανάστασης.
Τα βάσανα του ανδριάντα τελείωσαν όταν καταστράφηκε από μια μεγάλη πυρκαγιά που ξέσπασε στην Πλατεία στις 4 Ιανουαρίου του 1929, στις 22.30 το βράδυ μιας Παρασκευής που έμεινε για πάντα χαραγμένη στην ιστορία της πόλης. Κι αυτό διότι μετά την Μικρασιατική καταστροφή του ’22, η Πλατεία είχε καλυφθεί από παραπήγματα εντός των οποίων λειτουργούσαν αυτοσχέδια παντοπωλεία, οινομαγειρεία, κουρεία, ραφεία κ.ά. Όλη αυτή η κατάσταση αυθαιρεσίας είχε δημιουργήσει δυσφορία στον εμπορικό κόσμο της πόλης, που πλήρωνε ανελλιπώς τις υποχρεώσεις λειτουργίας (ενοίκια, φόρους κ.λ.π.), ενώ στην πλατεία επικρατούσε μια κατάσταση γενικού παράνομου εμπορίου. Η δυσφορία αυτή γρήγορα μεταφράστηκε σε υπόνοια ότι η πυρκαγιά προκλήθηκε από εμπρησμό….(Έρευνα – Επιμέλεια: Στέφανος Μίλεσης, Πρόεδρος Φιλολογικής Στέγης Πειραιώς | Πηγή: http://pireorama.blogspot.gr/)