“…….Όταν σε κάμποσο διάστημα ήρθε η εποχή να με στείλουν στο δάσκαλο, δεν ήθελα να πάω στην αρχή. Δάσκαλό μου θα είχα τον ίδιο τον Καράμπαλη, γιατί από έλλειψη δικού μας θα πήγαινα στο διπλανό χωριό, που το σκολειό του δεν ήταν και τόσο μακριά απ’ το σπίτι μου. Με χίλια βάσανα με κατάφεραν να πάω, γιατί φοβόμουν το δάσκαλο, φοβόμουν τα σκυλιά στο δρόμο, φοβόμουν και το λόγγο που θα περνούσα. Κι αν δέχτηκα, ήταν γιατί θα ’χα συντροφιά τη Λάμπρω της Ζωίτσας, πρώτη μου ξαδέρφη που θα έμενε στο σπίτι μας, επειδή το δικό της βρισκόταν σε μεγάλη απόσταση για να πηγαινοέρχεται. Κι ήταν τότε η πρώτη κοπέλα που αποφάσιζε να πάει σε σκολειό και μάλιστα σε ξένο χωριό. Η παρακίνηση ίσως να προερχόταν απ’ τον πατέρα μου, γιατί ο δικός της έλειπε τότε στα ξένα.
Η Λάμπρω, μεγαλύτερή μου στα χρόνια, ήταν και πιο προχωρημένη στα γράμματα. Εγώ, με όλη την προπαίδεια του πατέρα μου (που ταξιδεύονταν κι αυτός κατά διαλείμματα) θ’ ακολουθούσα τη μικρότερη τάξη: την πρώτη κατωτέρα.
Από τότε λοιπόν ξυπνάγαμε μπονόρα, παίρναμε το μεσημεριανό μαζί μας, τρώγοντας και κατιτί, για να μη «μας έρθει νέκρα» ως τότε, και ξεκινάγαμε μαζί με τη Λάμπρω περνώντας ρούγες και κουλούρια και δασότοπο, ώσπου να φτάσουμε πέρα στο σχολειό.
Το σκολειό δεν ήταν άλλο από ένα χαγιάτι εκκλησιάς. Δε θυμάμαι πια αν είχαν καθόλου θρανία, μα εμείς οι μικροί καθόμασταν απόξω στα πεζούλια και χαζεύαμε. Κανένας δεν ασχολούνταν μ’ εμάς, ο δάσκαλος δε μας έδινε καμιά σημασία. Ούτε μας διάβαζε, ούτε μας έβγαζε μάθημα. Θαρρώ μάλιστα που ούτε μας είχε καθόλου στο λογαριασμό του, δηλαδή περασμένους στον κατάλογο, που δεν εκφωνούνταν ποτέ. Καμιά φορά περνούσε από κοντά μας κανένας μεγάλος (και σ’ εκείνη την ηλικία η διαφορά των ετών δείχνει τεράστια) για να μας πετάξει κάνα πείραγμα απ’ το ύψος του αναστήματός του:
― Τι κάνετ’ αυτού, μωρέ κουκουτσέλια;
Και ήμασταν αλήθεια σαν αλάλητα κοτόπουλα, προορισμένοι να θαυμάζουμε τα παιγνίδια των μεγάλων, τα τρεξίματα και τα κυνηγητά τους, που αυτοί σαν αληθινοί κοκόροι με γενναίο λειρί έδιναν μάχες μεταξύ τους και παράβγαιναν ο ένας με τον άλλον σε θαρραλέους αγώνες. Εμείς ζαρώναμε στην άκρη μας και τους κοιτάζαμε μ’ ανοιχτό το στόμα.
Κοιτάζαμε το Σταύρο του Λαμπράκη Χήρα, πρατάρη απάνω στο βουνό, που του φώναζαν οι συνομήλικοί του «τσαπ! τσαπ!», σα να ’ταν τσάπος, τράγος μαθές κι όχι μαθητής, πώς ανέβαινε τα σκαλοπάτια στην άκρη των ποδιών του, κρυφοτήραγε από τα σπασμένα τζάμια στον οντά, να ιδεί αν ξύπνησε ο δάσκαλος απ’ το μεσημεριανό ύπνο και του έριχνε πετραδάκια κρυμμένος, να τον ξαφνιάσει στον ύπνο του, ενώ κι ο ίδιος κι όλοι οι άλλοι από κάτω, ηθικοί συνένοχοί του, ήταν έτοιμοι να το βάλουν στα ποδάρια με αλαλαγμούς.
Έτσι περνούσαν οι μέρες μας, με χωρατά πιο πολύ, παρά με μαθήματα.
Θυμάμαι κάποτε που ήμασταν απόξω στη λάκκα, κοντά στον αυλόγυρο της εκκλησιάς, εκεί που γινόταν ο χορός και το πανηγύρι κάθε Αηλιός, αφού ψελνόταν την πρώτη μέρα η λειτουργία απάνω στο βουνό. Είχε γίνει κάποια φασαρία κι ο δάσκαλος βγήκε να μαλώσει, να «μπατσαλιάσει» το πολύ, το Γληγόρη Κωσταγιώργο, παλικαρόπουλο απ’ το μαχαλά μας, που είχε δείρει έναν άλλον. Μα καθώς έτρεξε ο Καράμπαλης να πιάσει τον ένοχο, κάπως έκαν’ εκεί στο χλοϊσμένο γλιστερό χώμα και γλιστράει άξαφνα και πέφτει καταγής. Βάνουν τα γέλια τα παιδιά, ο δάσκαλος σκυλιάζει απ’ το κακό του.
― Πού θα μου πας, έλα δω! φοβερίζει το Γληγόρη, καθώς πολεμάει να σηκωθεί λασπωμένος.
Μα εκείνος δεν είναι κουτός να κάτσει να πιαστεί, για να τον κλείσει ο Καράμπαλης στη φυλακή του.
Με τις αλαφρές σεγκουνούλες του (γιατί ντυνόταν από τώρα σα βλαχάκι), με τις σβέλτες πατούσες του που δεν τις βάραινε από κάτω ποδεσιά, ρίχνοντας πίσω μια ύστερη ματιά και βλέποντας πώς είχε καταντήσει το δάσκαλο άθελά του, περήφανος εξάλλου για να δεχτεί μετάνοια και τιμωρία, έβαλε όλη του τη φόρα, γίνηκε άνεμος, έβγαλε φτερά και στάθηκε μόνο πέρα στο κονάκι του, ίσως κιόλας ούτ’ εκεί, παρά ψηλά στην Τζούμα, να πιάσει από τα τώρα το κλαρί, να κάμει γιατάκι το γράβο, εκεί που ηχούσαν πρόσχαρα τα κυπροκούδουνα απ’ τα γιδοπρόβατά του.
― Έχετε γεια, γράμματα, ψηφιά του διατάνου! Δε θα σκάσουμ΄εμείς τη χολή μας, δε θα το πάρουμε κρυφό μαράζι.
Τσοπανάκος ήμουνα, φλογερίτσα λάλαγα…” (Πηγή : ΑΠΟ ΜΙΚΡΟΣ ΣΤΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ, Γ. Κοτζιούλας, https://www.sarantakos.com/)
Στη φωτογραφία ” Μαθητές Β’ τάξης του Σχολαρχείου Άρτης, 1904 – 1905. Ο δεύτερος αριστερά από τους καθιστούς έιναι ο Κων/νος Ι. Ράμμος από την Άνω Πέτρα (Πηγή : Η ΠΑΝΕΜΟΡΦΗ ΑΝΩ ΠΕΤΡΑ ΑΡΤΗΣ, Β. Παπαποστόλου, Αθήνα, 2008)