Απαντούσαμε στα πυρά όποτε ήταν δυνατόν, αλλά καθώς βρισκόμασταν ενάντια στον ήλιο, ο εχθρός μας έβλεπε πολύ καλύτερα. Ωστόσο, πίσω από το τείχος μας μπορούσαμε να πούμε γελώντας ένα «καλημέρα» στις σφαίρες καθώς πετούσαν πάνω από τα κεφάλια μας. Σύντομα έμαθα ότι οι σφαίρες τραγουδούν σε διάφορους ήχους. Μερικές έβγαζαν ένα λεπτό ψηλό σφύριγμα, σαν κουνούπι, στο οποίο κανείς δεν δίνει σημασία. Άλλες, πιο κοντινές έβγαζαν ένα παρατεταμένο βογκητό, —«το κλάμα ενός χαμένου πνεύματος», όπως θα το αποκαλούσε ο μυθιστοριογράφος. Άλλες ακούγονταν σαν το μισητό ουρλιαχτό του λύκου, το οποίο έμοιαζε να έρχεται πάντα απ’ το πλάι αντί από μπροστά. Νομίζω ότι οφειλόταν στο τουφέκι Mauser με το οποίο είναι οπλισμένοι τώρα μερικά από τα στρατεύματα Nizam ή Line στην Τουρκία. Και τελευταίο απ’ όλα ακούγονταν ένα χαμηλό κακοδιάθετο γρέζι, όπως ο ήχος που κάνουν τα παιδιά όταν σηκωθούν με λάθος τρόπο από το κρεββάτι. Αυτός ήταν ο πιο τρομακτικός, ειδικά όταν χτυπούσαν στον τοίχο μας ή στους βράχους δίπλα μας. Και μόνο σε αυτό το είδος από σφαίρες ευχόμασταν ευγενικά την «καλή μέρα».
Σιγά σιγά σύρθηκα προς τα έξω. Η κλίση του εδάφους στην άλλη πλευρά της κορυφής του βουνού δεν ήταν βαθιά, και σε πολλά σημεία, ειδικά δίπλα στο μικρό μας τείχος, ένας αποφασισμένος εχθρός θα μπορούσε να είχε σκαρφαλώσει χωρίς μεγάλη δυσκολία. Στην πραγματικότητα βλέπαμε προς τα κάτω μια ρηχή λεκάνη που περιβάλλονταν από ένα πέταλο με βραχώδη ύψη του οποίου εμείς κρατούσαμε τη δυτική πλευρά, περισσότερο από τη μισή καμπύλη προς το νότο. Από κάτω μας υπήρχε ένα ψηλό οροπέδιο από κόκκινο χώμα, εν μέρει καλλιεργημένο σε χωράφια και φυτεμένο με σειρές από παλιές ελιές. Πέρα από αυτή τη μικρή πεδιάδα υπήρχε ένα γκρίζο χάος από βράχους και χείμαρρους που σχημάτιζαν την άλλη πλευρά του πετάλου. Κρυμμένοι σε εκείνους τους βράχους, που διακρίνονταν μόνο από μικρές ρουφηξιές καπνού, μεγάλοι αριθμοί Τούρκων έριχναν ασταμάτητα πυρά για να καλύψουν την προέλαση πολλών μικρών και μπερδεμένων ομάδων στρατιωτών που προσπαθούσαν να συρθούν έρποντας από ένα σημείο στο άλλο μέσα στα χωράφια. Ήταν αδύνατο να μετρήσω αριθμούς. Μόνο μία ομάδα φάνηκε να είναι καλά οργανωμένη και υπό πλήρη έλεγχο. Τα λευκά τους σκουφάκια αποδείκνυαν ότι ήταν Αλβανοί και έφεραν τα χρώματα τους, μια σημαία της Τουρκίας με κόκκινο κεντημένο το μισοφέγγαρο. Ήταν οι μόνοι άνδρες που είδα εκατέρωθεν καθ’ όλη τη διάρκεια της εκστρατείας που αναγνώριζαν τη σημασία της προέλασης, προχωρώντας πάντα στην επίθεση. Αλλά ακόμη κι αυτοί, που έμειναν χωρίς υποστήριξη, έπρεπε επιτέλους να σταματήσουν κρυφά, και νομίζω ότι πρέπει να κράτησαν τους τραυματίες τους μαζί τους μέχρι να βραδιάσει. Όσο για τη δική μας μεγάλη γραμμή άμυνας, που εκτείνονταν κατά μήκος της βραχώδους άκρης ή του γκρεμού για περίπου ένα μίλι και ένα τέταρτο ή μάλλον περισσότερο, κρατήθηκε μέχρι το απόγευμα μόνο από ενάμιση λόχο Ευζώνων και λίγους Αντάρτες από την Κέρκυρα. Αυτή η μικροσκοπική δύναμη κατανεμήθηκε σε αποσπασμένες ομάδες σε διαστήματα περίπου σαράντα ή πενήντα μέτρων, αλλά ήταν δυνατό κάποιος να έρπει από τη μια ομάδα στην άλλη κάτω από το καταφύγιο της κορυφογραμμής χωρίς να εκτεθεί σε αυξημένο κίνδυνο.
Η ομάδα μου των Ευζώνων βρισκόταν στο νότιο άκρο της γραμμής, ακριβώς εκεί που άρχισε να καμπυλώνει το πέταλο, αλλά περίπου στη μία η ώρα άρχισα να σέρνομαι κλεφτά κατά μήκος της άκρης προς τα βόρεια, ελπίζοντας ακόμα να δω από το τέλος της τα Πέντε Πηγάδια. Αλλά ακριβώς τότε η τουρκική επίθεση αυξήθηκε τρομερά, και διαπίστωσα ότι το υποσυνείδητό μου έκανε ξανά στα παλιά του κόλπα και με έβγαζε αργά από την πλαγιά του βουνού. Ανάγκασα τον εαυτό μου να καθίσει ακίνητος πάνω σε έναν βράχο, σαν ένα πλοίο που ρίχνει άγκυρα καθώς παρασύρεται προς μια ανοιχτή ακτή, και έμεινα εκεί για λίγα λεπτά εκτεθειμένος σε σφαίρες που έπεφταν όλη την ώρα. Κανείς να μην καυχιέται πώς θα συμπεριφερθεί μπροστά στο θάνατο μέχρι να το προσπαθήσει. Μετά από λίγο θυμήθηκα ότι είχα αφήσει το παλτό μου στη μικρή μας οχύρωση, και παρόλα αυτά δίσταζα να επιστρέψω. Ευτυχώς εκείνη τη στιγμή είδα τον διοικητή όλης της προχωρημένης δύναμης να ανεβαίνει στον λόφο με μια συνοδεία και δύο ορειβατικά όπλα δεμένα σε μουλάρια. Πήγα να τον συναντήσω αμέσως, και επέστρεψα στην άκρη της κορυφής στο πλάι του. Δανείστηκε τα κιάλια μου και του έδειξα όσο καλύτερα μπορούσα τις θέσεις του εχθρού. Τα πυρά που στράφηκαν πάνω μας ήταν πολύ δυνατά, και έσκυψα για να τα αποφύγω αλλά ο αξιωματικός έσκυβε μόνο το κεφάλι του πότε πότε. Όταν εξέτασε την κατάσταση και τελείωσε με τα κιάλια μου, πήγα να πάρω το παλτό μου και περπάτησα αρκετά άνετα κατά μήκος της κορυφογραμμής μέχρι την ομάδα των Κερκυραίων Ανταρτών που γνώριζα. Κάθε αίσθηση φόβου είχε εξαφανιστεί τελείως, και ένιωσα μόνο μια ήσυχη ικανοποίηση με την κατάκτησή του. Δεν μπορώ να δώσω καμία εξήγηση για τον ξαφνικό πανικό, ακόμη λιγότερο για την επαναφορά της συνηθισμένης ηρεμίας. Αναφέρω απλώς αυτές τις περίεργες παραλλαγές των συναισθημάτων προς όφελος των ανθρώπων που επιθυμούν να μάθουν κάτι για τα συναισθήματα του απλού ανθρώπου κάτω από πυρά, αλλά είναι απίθανο ποτέ να «απολαύσουν» οι ίδιοι αυτή την εμπειρία.
Οι Τούρκοι στο μεταξύ, είχαν φέρει δύο πυροβόλα και βομβάρδιζαν τη θέση μας. Αυτό μας εκνεύρισε πάρα πολύ, γιατί θεωρούσαμε τους εαυτούς μας υπέρτατους στο πυροβολικό, αλλά αν και οι οβίδες έφτασαν στα βράχια μας, ήταν χαλασμένες και δεν έσκασαν, αλλά απλώς κείτονταν εκεί. Πολύ διαφορετικό ήταν το αποτέλεσμα όταν επιτέλους στις τρεις η ώρα τα δικά μας όπλα μπήκαν στη θέση τους και άνοιξαν πυρ. Κατά την πρώτη εκτόξευση ένα από τα όπλα έφυγε προς τα πίσω και έπεσε στο πλάι από την ανάκρουση. Το παρακολουθούσαμε όλοι και όλη η σειρά γέλασε δυνατά με το θέαμα. Αυτή η πρώτη βολή, ωστόσο, είχε μια εξαιρετική επίδραση στον εχθρό. Οι Τούρκοι είναι γενναίοι σύντροφοι, αλλά το μόνο που δεν μπορούν να αντέξουν είναι τα πυρά του πυροβολικού. Για τις επόμενες δύο ώρες απολαύσαμε συγκριτική γαλήνη, και με τις δυο πλευρές να παραμένουν σχεδόν εντελώς κρυμμένες. Κάποια στιγμή που οι πυροβολισμοί είχαν χαλαρώσει αρκετά, θυμήθηκα μια ιστορία των Highlanders που σήκωναν τις κάπες τους στα τουφέκια τους πάνω από έναν τοίχο, και παίρνοντας το καπέλο μου από το άκρο του χείλους το σήκωσα πάνω από τους βράχους για να δω τι θα συμβεί. Σχεδόν αμέσως μια βροχή από σφαίρες έπεσε πάνω μας. Ήλπιζα κρυφά να ανοίξω μια τρύπα μέσα από αυτό, αλλά τη στιγμή που η ελπίδα μου φαινόταν να υλοποιείται, κατέβασα βιαστικά το καπέλο. «Κρίμα», είπα μέσα μου, «να χαλάσει. Ποτέ δεν αψήφησε τη Συναυλία της Ευρώπης.
Το υπόλοιπο απόγευμα ήμουν με την ομάδα των Ανταρτών από την Κέρκυρα. Είχαν βγει όλο το βράδυ στην παγωνιά, είχαν μόνο λίγο τυρί να φάνε και ήταν μισοπεθαμένοι από τη δίψα. Πολύ πιο κάτω στα πόδια μας μπορούσαμε να δούμε άντρες να αντλούν νερό από το πηγάδι δίπλα στο παλιό Χάνι, αλλά το να τους κοιτάζουμε δεν μας έκανε καλό. Ευτυχώς είχα κρατήσει λίγο καπνό και λίγα σύκα που τα μοίρασα. Μίλησα με τους δύο που μιλούσαν αγγλικά—ο ένας ήταν ο αρχηγός της ομάδας, ένας βαρύς γίγαντας, συντετριμμένος που τρεκλίζοντας κάτω από το βάρος του αξιώματος, εξέφραζε τη θλίψη του με στεναγμούς του Τιτανικού. Καθώς ξάπλωνε απλωμένος στον βράχο, ήταν το ίδιο το πρότυπο ενός Προμηθέα Δεσμώτη. Ο άλλος ήταν ένας ευπροσήγορος απλός Έλληνας με χιούμορ. Συζητήσαμε τα μειονεκτήματα του πολιτισμού και τη θλιβερή ζωή της πόλης, πείθοντας ο ένας τον άλλον ότι εκείνη τη στιγμή δεν θα αλλάζαμε θέση με τον πιο άνετο κύριο στο καλύτερο εστιατόριο έξω από το Strand. Επιτέλους, στη ζεστασιά του ήλιου και στη συγκριτική ησυχία, που έσπαγε μόνο το τραγούδι μιας περιστασιακής σφαίρας, αυτοί και οι άντρες τους κοιμήθηκαν βαθιά. Τότε είχα τον ελεύθερο χρόνο να απολαύσω τη θέα, και σίγουρα καμία θέα δεν θα μπορούσε να είναι πιο όμορφη ή πιο γεμάτη ανθρώπινο ενδιαφέρον. Προς τα βόρεια έβλεπα τη χιονισμένη γραμμή της άνω Πίνδου από την οποία είχα κοιτάξει από τόσο ψηλά το Μέτσοβο. Πολύ πιο πέρα ήταν εκείνοι οι άλλοι χιονισμένοι βράχοι που έβλεπαν προς το Μαυροβούνιο. Πολύ κοντά μας βρισκόταν εκείνο το μεγάλο βουνό από σχισμένη πέτρα πάνω από τα Γιάννενα. Στα νότια, ακριβώς εκεί που τελείωναν τα βουνά, βρισκόταν η Φιλιππιάδα, που υποθέτω ότι πήρε το όνομά της, από τον Φίλιππο Ε’ της Μακεδονίας. Πιο πέρα, πέρα από την πεδιάδα, ένα διχαλωτό ακρωτήρι έφτανε ως τη θάλασσα, και στα μισά του δρόμου βρισκόταν κάποτε η Νικόπολη, η Πόλη της Νίκης που έχτισε ο Αύγουστος όταν η καταστροφή του Αντώνιου τον έκανε μοναδικό κύριο του κόσμου. Στο τέλος του ακρωτηρίου βρισκόταν ο ισχυρός χαμηλός βράχος που προστάτευε την Πρέβεζα. Απέναντι από το μικρό στενό βρισκόταν το Άκτιο όπου η βασίλισσα των ανδρών έφυγε από τη μάχη. Λίγο προς τα δεξιά βρισκόταν ο μεγάλος όγκος της Λευκάδας. Πολύ πιο μακριά, η Κεφαλλονιά, το σπίτι του Βύρωνα, σαν τριαντάφυλλο, στρογγυλό και γκρι. Και η μια από τις γραμμές των λόφων μεταξύ αυτών των δύο ήταν στην πραγματικότητα εκείνο το τραχύ μικρό νησί από το οποίο ο Οδυσσέας λαχταρούσε να δει τον καπνό να ανεβαίνει ξανά προς του ουρανό. Στα δεξιά της Λευκάδας, υπήρχε μια σύντομη γραμμή ανοιχτής θάλασσας, που για εμάς είναι πάντα ο δρόμος για την πατρίδα. …..(Πηγή : SCENES IN THE THIRTY DAYS WAR BETWEEN GREECE & TURKEY – 1897, BY HENRY W. NEVINSON, London, J. M. DENT & CO. 29 and 30 BEDFORD STREET, W.C., 1898 – Μετάφραση Α. Καρρά)
Στη φωτογραφία «Ηπειρωτικά Σύνορα το 1897» (Πηγή : Πολεμικό Μουσείο, Φωτογραφικό Αρχείο Σταματουλάκη)