Ένας σημαντικός λογοτέχνης απ’ το Συρράκο, ο Κώστας Κρυστάλλης, προσβλήθηκε από φυματίωση και πέθανε στην Άρτα σε ηλικία μόλις 26 χρόνων. Ας αναλογιστούμε ένα ωραίο διήγημα που ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου είχε αφιερώσει στον Κρυστάλλη. Πρόκειται για το διήγημα “Το λαμπρό αμάξι”. Αρχίζει με την απρόοπτη συνάντηση δυο άλλοτε συμμαθητών, από τους οποίους ο ένας είναι φίλος του Κρυστάλλη, φοβερά στενοχωρημένος που δεν μπορεί να τον βοηθήσει για την ασθένειά του, ενώ ο άλλος έχει αρχίσει να συγκαταλέγεται στους πολύ πλούσιους. Στόχος του πρώτου είναι να πείσει τον πλούσιο να δώσει λίγα χρήματα για την βελτίωση των όρων ζωής του ποιητή, ενώ οι προθέσεις του δεύτερου , που του παρουσιάζει στις συναντήσεις τους συνεχώς τα πλούτη του, είναι καθαρά επιδειχτικές, αφήνοντάς τον ασυγκίνητο από κάθε αίσθημα. Δεν υπάρχει η παραμικρή κατανόηση της δραματικής θέσης του νεαρού, μα τόσα πολλά υποσχόμενου άτυχου ποιητή. O τίτλος του διηγήματος επιλέχτηκε για να φανεί ο διασυρμός του πολυτελέστατου αμαξιού, της, με άδεια-χέρια, επιστροφής του καλού φίλου, στα ανάξια λόγου, στενοσόκακα της γειτονιάς του άρρωστου Κ. Κρυστάλλη. Ας δούμε δυο αποσπάσματα από το διήγημα που περιγράφουν τον ποητή :
“Ἡ πόρτα ἄνοιξε καὶ μπῆκεν ὁ Κρυστάλλης. Ἐρχόταν ἀπ’ τὸ τυπογραφεῖο διψασμένος γιὰ φῶς καὶ γιὰ λίγη βοὴ ἀνθρώπων. Ἦταν σὰ νἄβγαινε στὸν ἀπάνω κόσμο. Χαιρέτησε τοὺς πέντε, κάθησε δίπλα σ’ ἕνα τραπεζάκι, πῆρε τὴν «Παλιγγενεσία» καὶ τὴ διάβαζε. Τὸ ξανθὸ καὶ κοντὸ μουστάκι του στριμμένο μὲ προσοχή, τὰ χωριάτικα μάτια του ποὺ ἔξυπνα μαζὺ κι’ ἀγαθὰ φώτιζαν τὴν ὠχρή του ὄψη κ’ ἡ μικρὴ κλίτσα του, ἀπὸ ὀξειὰ Ἠπειρωτικὴ ποὺ τὴν κρατοῦσε γιὰ μπαστοῦνι καὶ τῆς καμάρωνε τὰ λαϊκὰ πλουμίσματα, ἔδειχναν κάθε ἄλλο παρὰ ποιητή. Ποῦ ἡ γοῦνα τοῦ Συνοδινοῦ, τὸ ψηλὸ τοῦ Παράσχου καὶ τὰ μαλλιὰ τοῦ Νικολάρα! Μὴ βλέποντας τίποτε ἀπ’ αὐτὰ τὰ φοβερὰ σημεῖα στὸν ταπεινὸ Ἠπειρώτη δίστασεν ἡ συντροφιὰ στὴν ἀρχὴ νὰ πιστέψη πὼς εἶναι ποιητής, ἀφοῦ μάλιστα οἱ στίχοι του, καθὼς λένε, εἶναι γεμᾶτοι τσοπάνικες λέξεις……………………………………………
Ὁ ποιητής εἶχε ἀπό χθές λίγο πυρετό. Στο τραπέζι του ἦταν δυὸ ποτήρια, ἕνα κουταλάκι κ’ ἕνα κουτάκι μὲ χάπια. Ἔπειτα τὰ βιβλία του: Ὁ Βαλαωρίτης − ἡ Γραφὴ − μιὰ Γεωγραφία τῆς Ἠπείρου − ἕνας τόμος τοῦ Παράσχου− ἕνα βιβλίο τοῦ Λάμπρου− τὸ περιοδικὸ «Ἑστία» τοῦ Κυριακοῦ− ἕνα λεξικὸ− λίγα φύλλα ἄσπρο χαρτί. Στὴ γωνιὰ ἡ κλίτσα του. Στὸν τοῖχο, δυὸ − τρεῖς ξεβαμμένες φωτογραφίες, μιὰ τσίτσα κρεμασμένη, κ’ ἕνα ξερὸ κλαράκι μελικοκιᾶς μὲ τοὺς κόκκινους κόμπους τοῦ καρποῦ της. Δὲ θέλησε νὰ πέση στὸ κρεββάτι γιὰ νὰ τοῦ φύγη ἡ ἰδέα τῆς ἀρρώστιας. Καθισμένος μπροστὰ στὸ μικρό του τραπέζι, τυλιγμένος μὲ τὸ παλτό του ἔγραφε. Δὲν ἦταν ἐδῶ! Ταξείδευε στὰ Γιάννενα… Ἔγραφε κ’ ἔσβυνε… Ἀνέβαινε σὲ ἠπειρώτικους γκρεμνούς, ἄκουγε κοτσύφια… Ἔδιωχνε τὸν Τοῦρκο… Δέντρα φυσοῦσαν στὸ κεφάλι του, ὁ καταρράχτης τῶν Τζουμέρκων βροντοῦσε καὶ χιόνιζε στὰ πόδια του. Ἡ θέρμη ἄναβε τὴ φαντασία του κ’ ἡ φαντασία του τὴ θέρμη”.
Μπορείτε να διαβάσετε ολόκληρο το διήγημα εδώ : https://www.greek-language.gr/…/anthol…/new/show.html…
Στη φωτογραφία ο Κώστας Κρυστάλλης (Πηγή : Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών)