“……..Τά πράγματα μεταξύ τού Μιχαήλ Β’ Κομνηνού καί τής Θεοδώρας άρχισαν νά μήν πηγαίνουν τόσο καλά. Πολύ γρήγορα ό Δούκας Μιχαήλ Β’ ‘Αγγελος Κομνηνός έμπλεξε μέ τήν Γαγγρηνή. Η Γαγγρηνή ήταν μιά νέα καί πολύ όμορφη γυναίκα πολυδιδαγμένη καί έμπειρη στά ερωτικά. Ο άνδρας της ήτανε όφφικιάλιος τού στρατού τής Ανατολής καί είχε αυτομολήσει στήν ‘Αρτα όπου ό Μιχαήλ τόν ένταξε στό επιτελείο του. Αλλά σέ κάποια πολεμική σύγκρουση σκοτώθηκε, άφήνοντας τήν Γαγγρηνή χήρα στό κύκλο τών μεγαλοκυράδων τού παλατιού τής Ηπείρου. Μένοντας , όμως στό κοντινό περιβάλλον τού Δούκα, πονηρή καί ακατανίκητη καθώς ήταν, προσέγγισε τό νεαρό Βασιλιά. Χρησιμοποιώντας τή μαγεία, στήν αρχή κατάφερε νά τού κλέψει τήν προσοχή καί στή συνέχεια τόν κατέστησε παιχνίδι της, ωθώντας τον επίμονα καί προκλητικά, νά διώξει από κοντά του τή νόμιμη γυναίκα του καί Βασίλισσα Θεοδώρα καί στή θέση της μεγαλόπρεπα καί ηγεμονικά νά θρονιαστεί εκείνη. Ταπεινωμένη σέ έσχατο βαθμό καί πονεμένη ή Θεοδώρα αποφάσισε νά φύγει από τό παλάτι καί νά βρεί καταφύγιο πέρα στίς άγνωστες λαγκαδιές καί στά άγρια καταράχια τών Τζουμέρκων καί εκεί νά περιμένει καρτερικά τή βέβαιη παρέμβαση τού Θεού. Έτσι καί έγινε καί αφού περιπλανήθηκε αρκετά στίς ερημικές περιοχές τών Τζουμέρκων, βρέθηκε μπροστά σέ ένα μισοερειπωμένο μοναστήρι. Σέ αυτό τό μοναστήρι πού ήταν αφιερωμένο στόν Άγιο Νικόλαο, ζούσαν δύο γερόντισσες μοναχές οί όποίες μέ χαρά καί χωρίς νά ρωτήσουν τίποτα, δέχτηκαν νά φιλοξενήσουν τή Θεοδώρα.
Η Θεοδώρα έμεινε κάμποσες μέρες μέσα στή ζεστή ατμόσφαιρα του μοναστηριού τού Άη-Νκόλα όμως φοβόταν νά μείνει περισσότερο σκεπτόμενη ότι ή πιθανή ανακάλυψή της θά είχε συνέπειες καί σέ εκείνη καί στό παιδί πού θά έφερνε σέ λίγο στόν κόσμο. Γιά νά αποφύγει τούς πιθανούς διώκτες της αποφάσισε νά εγκαταλείψει γιά λίγο τό φιλόξενο καταφύγιο της γιά νά επιστρέψει πάλι σέ αυτό όταν θά ερχόταν ή ώρα της νά γεννήσει τό διάδοχο. Ο διάδοχος γεννήθηκε αλλά ό φόβος δέν έφυγε από τή νεαρή μητέρα, ή όποία αποφάσισε νά φύγει γιά δεύτερη φορά από τό φιλόξενο μοναστήρι καί νά ξαναγυρίσει στό κρυσφύγετο τής Πίνδου πού τής πρόσφεραν μεγαλύτερη προστασία. Ο βαρύς όμως χειμώνας θά αναγκάσει τή Θεοδώρα νά πάρει τό μωρό της καί νά επιστρέψει στό μοναστήρι τού Αγίου Νικολάου. Στό μοναστήρι θά συναντήσει τή Βασίλισσα Θεοδώρα ό πατήρ Νικηφόρος, ένας ταπεινός καί καλοκάγαθος κληρικός από τό χωριό Πρένιτσα (Μπρένιστα, σημερινό Κορφοβούνι). Ο παπα-Νικηφόρος ήτανε ό λειτουργός καί ό πνευματικός τής μονής. Σέ αυτόν τόν ταπεινό λευίτη ή Θεοδώρα θά εμπιστευτεί τό δράμα της καί θά τού εναποθέσει τόν πόνο καί τίς ελπίδες της καί αυτός μέ τή σειρά του θά πάρει τή μητέρα καί τό παιδί καί θά τούς οδηγήσει γιά μεγαλύτερη ασφάλεια στό σπίτι του, στό χωριό Πρένιτσα. Στό σπίτι τού ιερέα ή Θεοδώρα είχε τήν ευκαιρία νά διαβάζει μέ τίς ώρες. Ο προστάτης τους τής προμήθευε βιβλία καί φυλλάδες πού διαπραγματεύονταν σοβαρά θέματα τής πίστεως καί τής ιστορίας καί έτσι ή Βασίλισσα εμπλούτιζε τίς γνώσεις της κάθε μέρα καί περισσότερο. Στό μεταξύ στό παλάτι τής ‘Αρτας ό Μιχαήλ μέ τήν πολύτιμη βοήθεια τών ανθρώπων του ανακάλυψε τόν πραγματικό ρόλο πού έπαιζε όλα αυτά τά χρόνια ή Γαγγρηνή ή όποία καί ομολόγησε πώς μέ τή βοήθεια τής μαγείας καί άλλων αθέμιτων μέσων κρατούσε τό Μιχαήλ δέσμιο τών σχεδίων της. Ο Μιχαήλ άν καί είχε αποκτήσει δύο νόθους γιούς μέ τή Γαγγρηνή, κουρασμένος καί αηδιασμένος τήν έδιωξε από κοντά του καί στή συνέχεια μετανοιωμένος αποζητούσε τή γυναίκα του. Η επάνοδος τής Θεοδώρας στήν ‘Αρτα ύστερα από πέντε χρόνια εξορίας, έγινε βασιλικά καί μέ κάθε επισημότητα.Πρίν μπεί όμως ή Αυγούστα στήν πόλη τής ‘Αρτας ζήτησε νά επισκεφθεί πρώτα τή θαυματουργή Οδηγήτρια στή μονή τής Παναγίας Βλαχέρνας καί νά τήν ευχαριστήσει πού άκουσε τίς προσευχές της…..” (Πηγή : ΒΑΣΙΛΙΣΣΕΣ ΚΑΙ ΠΡΙΓΚΙΠΙΣΕΣ ΑΓΙΕΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ, Αναστασία Κυνηγοπούλου, Θεσσαλονίκη, 2000)
Στη φωτογραφία “Το λιθάρι της Αγίας Θεοδώρας στη Μπρένιστα, σημερινό Κορφοβούνι”. (Φωτο από συλλογή Κ.Κ.)