Η ιστορία μιας οικογένειας προσφύγων που έφτασε στην Άρτα το 1919 (1)

Γνώρισα πρόσφατα την κ. Ευαγγελή Ντάτση, αναπληρώτρια καθηγήτρια στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και σύζυγο του σπουδαίου ποιητή, δοκιμιογράφου, μεταφραστή και πανεπιστημιακού δάσκαλου Γιάννη Δάλλα. Η κ. Ντάτση γεννήθηκε και πέρασε τα παιδικά και μαθητικά της χρόνια στην πόλη της Άρτας. Πατέρας της ήταν ο Αριστείδης Ντάτσης, λογιστής, γεννηθείς στο Ριζοβούνι Πρεβέζης και μητέρα της η Κερεκή (Κυριακή), μια από τις 5 κόρες της οικογένειας Παπαδοπούλου, που ήλθε στην Άρτα με το κύμα των προσφύγων από τη Ρωσία το 1919.

Η κ. Ντάτση αφιερώνει το Υστερόγραφο του πιο πρόσφατου βιβλίου της με τίτλο  «Ν’ άκουγα την λαλίαν τους», στην οδύσσεια της οικογένειας της μητέρας της, που ξεκίνησε από την Σαμψούντα του Πόντου, κατέφυγε στη Ρωσία και απ’ εκεί έφτασε τελικά στην Άρτα, διανθίζοντας το κείμενό της με μια σειρά από παλιές οικογενειακές φωτογραφίες.    

“«Ας έερτε σο φραχτ να κουίζ με, να ακούω τη λαλία τ’ : Ας έρθη στο φράχτη να με φωνάξει  να ακούσω την λιαλιά του, τη φωνή του». Η φράση ειπώθηκε από τη γιαγιά μου γύρω στα 1903, στην παλαιά Αμισό του Πόντου, όταν η προμάμμη  Αναστασία Τσακιρίδου, ανακοίνωσε στην οικογένεια τον αρραβώνα της κόρης της Παρασκευής με τον Ιωάννη Κεχαγιά, γιό του ιερέα και μορφωμένο, ελληνοδιδάσκαλο, τον οποίο όμως δεν είχε δει ποτέ της. Είναι μια πτερόεσσα φράση που επιβίωσε ως περιπαιχτικός λογόμυθος στην οικογένεια, για να προσγειωθεί, ύστερα από έναν αιώνα και κάτι ως επίτιτλος  στο παρόν βιβλίο με πρωτοβουλία ενός ποιητή, του Γιάννη Δάλλα, με τον οποίο «ζήσαμε δύο ζωές» κατά τον θυμόσοφο λόγο του Γιώργου από την Ορεινή Κορινθία.

Ο γάμος έγινε στη Σαμψούντα και η διευρυμένη οικογένεια μετανάστευσε στη Ρωσία, στην κοιλάδα του ποταμού Κουμπάν, σε βάθος 200 περίπου χιλιομέτρων από το λιμάνι του Νοβοροσίσκ. Για την μετοίκηση, προφανώς λειτούργησε ως κίνητρο  και η μεταναστευτική πολιτική της Ρωσίας εκείνων  των χρόνων, ιδιαίτερα τα προστατευτικά μέτρα που θέσπισε το οικονομικό επιτελείο της χώρας  το 1887 και το 1897 για την ανάπτυξη της καλλιέργειας του καπνού σε συνδυασμό με την πιεστική πολιτική των Οθωμανών στον τομέα της καπνοκαλλιέργειας. Σε αυτά τα μέτρα ανταποκρίθηκαν κατ’ εξακολούθηση ομαδικά, αλλά και ως μεμονωμένες οικογένειες, οι ορθόδοξοι  του Πόντου. Επρόκειτο για μια συνηθισμένη πρακτική της εποχής για συναινετική μετοίκηση.

Εκεί στην κωμόπολη Δερπέντσκαγια, στερέωσε η νεότευκτη φαμίλια. Ο παππούς “εκρώσισε” κατά την επιταγή του νόμου το επώνυμό του, και ως γιός ιερέα, έγινε Ποπώφ, δίδασκε στο Ελληνικό σχολείο και παράλληλα επιδόθηκε στην καλλιέργεια καπνού. Τα μέλη της  οικογένειας  και τα ελέη αυξήθηκαν, οι πολιτικές οσμώσεις πολλές και καλές, οι οικονομικές προοπτικές ευοίωνες…..” (Πηγή : Ν’ ΑΚΟΥΓΑ ΤΗΝ ΛΑΛΙΑΝ ΤΟΥΣ, Ε. Ντάτση, Αθήνα, 2024)

Στη φωτογραφία “Δείγμα γραφής στο εγχειρίδιο του “Συνέκδημου” του ελληνοδιδάσκαλου Ι.Χ. Παπαδόπουλου της εν Δερπέντσκαγια Ελληνικής Σχολής” από το ίδιο βιβλίο.

Δημοσιεύθηκε στην Η Άρτα στο πέρασμα του χρόνου. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *