“Οι φόροι στο οθωμανικό κράτος αποτελούσαν μορφές οικονομικής και κοινωνικής καθυποδούλωσης των αγρό-ποιμενικών πληθυσμών. Το οθωμανικό φορολογικό δίκαιο ήταν μία δημοσιονομική τεχνική με ορισμένη εισοδηματική κατεύθυνση. Η κτηνοτροφία βαρύνονταν αποκλειστικά με χρηματικούς φόρους.
Επρόκειτο για μια μορφή υποχρεωτικού εκχρηματισμού. Όταν τα κοπάδια των τσελιγκάτων μετακινούνταν από ένα σε άλλο σαντζάκι ή και άλλο χωριό, πλήρωναν δικαίωμα βοσκής, το λεγόμενο resm-l otlak ve kislak. Κατά την πορεία τους από τα χειμαδιά στα βουνά, τα κοπάδια υποχρεούνταν στη καταβολή τους δικαιώματος θερινής βοσκής, το resm-l yaylak. Από τους φόρους αυτούς απαλλάσσονταν τα κοπάδια που κινούνταν ή έβοσκαν μέσα στα όρια του χωριού. Όταν ένα τσελιγκάτο διαχείμαζε ή ξεκαλοκαίριαζε στο ίδιο τιμαριωτικό χωριό το καταβαλλόμενο δικαίωμα βοσκής και χειμαδιού προς τον σπαχή ήταν 25 άσπρα για κάθε κοπάδι 300 προβάτων.
Ανάμεσα στις φορολογικές επιβαρύνσεις της κτηνοτροφίας συγκαταλέγονταν επίσης : η δεκάτη στα λιβάδια, οι φόροι στα μαλλιά, στο τυρί, στα δέρματα, στις ποιμενικές «μάντρες», στα βουστάσια και στα γαλακτοκομεία. Από τον συγκεκριμένο φόρο εξαιρούνταν τα αρνιά και τα κατσίκια κάτω του ενός έτους. Κατά τον Kanunname του Mehmed Β ́ η καταβολή του φόρου γίνονταν είτε σε χρήμα είτε σε είδος: ένα άσπρο σε κάθε τρία πρόβατα ή ένα πρόβατο στα πενήντα. Το προϊόν της συγκεκριμένης φορολογίας ανήκε στις εισπράξεις του δημοσίου ταμείου. Ενσωματώνονταν όμως και τιμαριωτικά εισοδήματα, οπότε μοιράζονταν ανάμεσα στον τιμαριώτη και τον σαντζάκμπεη ή τον σούμπαση. Σύμφωνα με το Kanunname της Ναυπάκτου, για κάθε εκατό πρόβατα που έβοσκαν το καλοκαίρι στην περιοχή εισπράττονταν δεκαπέντε άσπρα. Επίσης το κάθε κοπάδι επιβαρύνονταν με ένα αρνί ή το χρηματικό αντίτιμό του από πέντε άσπρα.
Οι προβλεπόμενοι φόροι του δημοσίου εισπράττονταν από τις αρχές Μαρτίου: ένα άσπρο για κάθε πρόβατο, είκοσι άσπρα στα εκατό αρνιά και πέντε άσπρα για τριακόσια πρόβατα. Η φοροεισπρακτική δαγκάνα ήταν αδυσώπητη. Δεν της ξέφευγε η παραμικρή φορολογητέα ύλη. Είτε επρόκειτο για μικρές ποιμενικές μάντρες είτε για μεγάλα τσελιγκάτα, οι νόμοι υποχρέωναν τους κατόχους να δηλώνουν κάθε χρόνο τον ακριβή αριθμό των γιδοπροβάτων τους. Η προθεσμία υποβολής της δήλωσης έληγε τον Φεβρουάριο. Σε περίπτωση παράλειψης ή αμέλειας ο φόρος διπλασιάζονταν για κάθε γιδο-πρόβατο. Για την επαλήθευση του αριθμού των δηλωθέντων γιδοπροβάτων, οι αρμόδιοι υπάλληλοι προέβαιναν σε εξονυχιστικούς ελέγχους στα κοπάδια.
Πάνω στους ποιμένες των τσελιγκάτων έπεφταν σμήνη φοροεισπρακτόρων και μεσαζόντων. Γι’ αυτό και ο Ευγένιος Γιαννούλης μιλούσε κατά το δεύτερο μισό του ΙΖ’ αιώνα περί επιδρομής των «λυκοκόρφων φορολόγων». Με την αυγή του ΙΘ’ αιώνα, οι φόροι που έπλητταν τις ποιμενικές μάντρες έγιναν επαχθέστερες. Όσο βάθαιναν οι δημοσιονομικές κρίσεις στο οθωμανικό κράτος τόσο προσαυξάνονταν οι φόροι. Ο William Leake αναφέρει ότι οι κτηνοτρόφοι πλήρωναν 4,5 άσπρα για κάθε γιδοπρόβατο, αρσενικό ή θηλυκό, ηλικίας ενάμιση έτους…..” (Πηγή : Η ΣΤΡΑΤΑ ΤΩΝ ΝΟΜΑΔΩΝ ΑΓΡΑΦΙΩΤΩΝ ΚΑΙ ΤΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΟ ΙΧΝΟΣ ΤΗΣ, Διδακτορική Διατριβή Π. Ντάσιου, Αθήνα, 2011)
Στη φωτογραφία “Πρόχειρα τσαντήρια Σαρακατσαναίων, 1929 – 1930”. (Πηγή : ΛΕΥΚΩΜΑ, Παλιές Φωτογραφίες Ήπειρο – Μακεδονία, Έλλη Παπαδημητρίου, Αθήνα, 1977)

υπέροχες στιγμές και απεικονίσεις!!!! Σας παρακαλώ επειδή ενδιαφέρομαι για κάποιες ποιμενικες φωτογραφίες για διακόσμηση σε εργαστήριο παραγωγής γιαουρτιων στην Αγγλία, μπορείτε να έρθετε σε επαφή μαζί μου,για συνεργασία? ευχαριστώ πολύ!!!
Καλημέρα σας…μπορείτε να έρθετε σε επαφή μαζί μας στο μειλ [email protected]