Στους κόλπους της ελληνικής υπαίθρου, η κτηνοτροφία δεν υπήρξε απλώς τρόπος βιοπορισμού· ήταν τρόπος ζωής, βαθιά δεμένος με την ταυτότητα, την παράδοση και την ψυχή του τόπου. Στα ορεινά χωριά των Τζουμέρκων, όπως οι Μελισσουργοί, τα κοπάδια δεν ήταν μόνο περιουσία – ήταν πνοή, μνήμη, ιστορία. Η σχέση του ανθρώπου με τα ζώα, τη γη και τα βουνά έπλαθε γενιές σκληραγωγημένων αλλά περήφανων ανθρώπων.
Κι όμως, όπως όλα τα ζωντανά συστήματα, έτσι και η κτηνοτροφία γνώρισε περιόδους ακμής και παρακμής. Επηρεασμένη από ιστορικά γεγονότα, καιρικές συμφορές και κοινωνικές αναταράξεις, η ισχυρή αυτή παράδοση πέρασε από Συμπληγάδες. Η αφήγηση που ακολουθεί δεν είναι απλώς χρονικό μιας παρακμής· είναι μαρτυρία ενός αγώνα, μιας πίστης, κι ενός πολιτισμού που πάλευε να σταθεί όρθιος, κόντρα στις θύελλες της Ιστορίας, όπως την κατέγραψε ο Νίκος Παπακώστας στο βιβλίο του “ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΑ”..
“Η κτηνοτροφία στους Μελισσουργούς, παρά τις κακουχίες και τις πολλές ταραγμένες εποχές που πέρασε, όχι μόνο δεν έσβησε, αλλά φούντωνε σαν τη φωτιά που δεν λέει να σβήσει. Ήταν σαν τον μυθικό Ανταίο – κάθε φορά που έπεφτε, ξανασηκωνόταν δυνατότερη. Ακόμα και στην Επανάσταση του 1821, όταν τα πάντα καταστράφηκαν και το χωριό έγινε στάχτη, οι Μελισσουργοί δεν λύγισαν. Στις δύσβατες κορφές των Τζουμέρκων βρήκαν καταφύγιο, εκεί που το πόδι του Τούρκου δεν πάτησε ποτέ. Και να που, πενήντα χρόνια αργότερα, εκπληρώθηκε η προφητική κουβέντα του Πατρο-Κοσμά (1779):«Εκεί, παιδιά μου, θα σωθείτε· εκεί θα γλιτώσετε το βιός σας· κι αργότερα, θα ‘ρθουν από άλλα μέρη σε εσάς να πάρουν σπόρο για πρόβατα».
Πράγματι, μετά το 1828, η κτηνοτροφία είχε φτάσει σε τέτοια ακμή που έμποροι και τσελιγκάδες από όλη την Ήπειρο και τη Στερεά Ελλάδα έρχονταν να αγοράσουν πρόβατα από τους Μελισσουργούς. Όμως, άλλα πενήντα χρόνια αργότερα, το 1878, όταν στον λαό της Ηπείρου και της Θεσσαλίας ζυμώνονταν μια νέα επανάσταση, άρχισαν και πάλι τα σύννεφα να μαζεύονται. Οι Τούρκοι, υποψιασμένοι για το τι ερχόταν, εξαπέλυσαν ένα κύμα καταστολής – από τις πεδιάδες ως τις πιο δυσπρόσιτες βουνοκορφές. Ο σκληρός Φέζο-Ντερβέναγας με τους Τουρκαλβανούς του τρομοκρατούσε τον κόσμο, απειλώντας με σφαγές και καταστροφές.
Κι ενώ οι άνθρωποι προσπαθούσαν να σταθούν στα πόδια τους, ήρθε κι η φύση να τους γονατίσει. Εκείνη την άνοιξη και το καλοκαίρι, δεν έπεσε σταγόνα βροχής. Η ανομβρία ρήμαξε τα λιβάδια. Χορτάρι δεν φύτρωσε πουθενά και τα πρόβατα, καταδικασμένα στην πείνα, έγλειφαν τη γη αναζητώντας τροφή.
Μπροστά στο αδιέξοδο, από τον Αύγουστο του 1878, οι τσελιγκάδες πήραν την απόφαση να κατεβάσουν τα κοπάδια τους στις πεδιάδες της Άρτας. Μα κι εκεί τους περίμενε άλλη συμφορά. Παρά τις προσπάθειες των βοσκών να αποφύγουν τα έλη, τα εξαντλημένα ζώα έβοσκαν αχόρταγα, εκτεθειμένα στα μικρόβια και τις ασθένειες. Ύστερα από τρεις μήνες, έκανε την εμφάνισή της η «διστομίτιδα» – μια θανατηφόρα ασθένεια από βδέλλα (γνωστή και ως «γκλαμπάτσα») – και θέρισε τα κοπάδια. Κάθε πρωί, δεκάδες και πενηντάδες πρόβατα βρίσκονταν ψόφια. Πάνω από δέκα χιλιάδες ζώα χάθηκαν μέσα σε λίγο καιρό.
Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα ενός τσελιγκάτου που αριθμούσε 1.780 πρόβατα. Την επόμενη άνοιξη, είχαν απομείνει… μόλις 52 αρνιά. Ήταν το κοπάδι των αδερφών Κώστα Παπακώστα. Για να γλιτώσουν τη φυλακή, επειδή χρωστούσαν ενοίκια για λιβάδια που ούτε καν πρόλαβαν να χρησιμοποιήσουν, πούλησαν και το τελευταίο περιουσιακό τους στοιχείο – ένα χωράφι στην πεδιάδα της Άρτας….” (Διασκευή κειμένου στη δημοτική : Α. Καρρά – Πηγή : ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΑ, Ν. Παπακώστας, Αθήναι, 1967)
Στη φωτογραφία “Σαρακατσάνες γνέθουν έξω από το κονάκι”. (Πηγή : «Ζωή και παράδοση των Σαρακατσαναίων, με ιστορικά στοιχεία και ειδικότερες αναφορές στην Ήπειρο”, Ευρ. Μακρής, Ιωάννινα, 1990
