“Οι Διώχνες”

“Σαν απεράσῃ το Δεκαπενταύγουστο κ’ έρθουν τα πρωτοβρόχια στρώνονται τα σιάδια και τα πλάγια με Διώχνες, άλλες κάτασπρες, άλλες κατακίτρινες, άλλες τριανταφυλλιές. Κ’ είναι οι Διώχνες τα πρώτα και τα υστερνά, απλά και ωραία στολίδια, οπού δωρίζει ο Χινόπωρος στην ηλιοκαψαλισμένη εξοχή και την καλοπιάνει. Είνε οι Διώχνες κρυφό καμάρι των λόγγων και αξετίμητο στρωσείδι του κάμπου. Κ’ ενώ η Εξοχή χαίρεται μ’ αυτές, η ψυχή μας παραπονιέται. Τες αγαπητές Διώχνες σαν αθώα και ταπεινά και ζηλεμένα μανούσια οπού είνε αλλά με ‘γγίζουν κατάκαρδα διατί είνε και βληβερό σημείο γιατ’ εμάς, γιατί είνε σύμβολο ζωντανού θανάτου. Η Διώχνη που πρωτοφαίνεται είνε η πρώτη ξαφνική μαχαιριά που μπήγει η ξεπλανίστρα Ξενιτειά στα φυλλοκάρδια της πτωχής πατρίδας μας.

Αχ, με τί θλιβερό χαμογέλιο τις πάνουν στα χέρια τους, τις μυρίζονται και τις βάνουν μπρος στο φόρεμά τους τα ταξειδιάρικα παλληκάρια του χωριού! Βήκαν οι Διώχνες, ακούς στο χωριό, κ’ είναι ο λόγος αυτός το λυπηρό μήνυμα της μητρυιάς Ξενιτειάς, που μας φωνάζει στη φαρμακερή αγκαλιά της.

Βήκαν οι Διώχνες ακούς στο χωριό, κ’ είναι πικρός, πολύ πικρός ο λόγος αυτός. Και γλέπεις όλην τη χώρα σιωπηλή και μαραμένη, τις γυναίκες με τα μαντήλια τους χαμηλωμένα ως τα μεσοδακρυσμένα μάτια τους, τα παιδιά συλλογισμένα δεν παίζουν, και τους ταξειδιώτες με κρυφό παράπονο και με ψεύτικο θάρρος ετοιμάζονται πάλι για τα μακρινά, ξελαγαρίζουν τους λογαριασμούς τους, αγοράζουν τα χρειαζούμενα του σπιτιού, κάνουν τις τελευταίες εγκάρδιες αντάμωσές τους, και συντάζονται από δευτέρα σε τετράδη κι από τετράδη σε παρασκευή για να κινήσουν στα ξένα. Αχ, πόσο πικρές, πόσο θλιβερές είναι αυτές οι μέρες, που αφίνουν τα παιδιά την καρδιά τους εδώ και ξενιτεύονται στις Μοίρας τους τα γραφτά. Αυτές είναι μέρος θανάτου και κάτι παραπάνω, γιατί καθώς λέγει το παραπονεμένο αχείλι της πατρίδας μας, «παρηγοριά έχει ο θάνατος και λησμοσύνη ο χάρος και ο ζωντανός ξεχωρισμός παρηγοριά δεν έχει…».

Και κινούν οι ταξειδιώτες άλλοι αντάμα άλλοι ξεχωριστά και φεύγουν από ένας ένας όλοι οι καλοί χωριανοί κι’ απομνήσκουν μοναχές και πικραμένες οι φαμηλιές τους, έρμο το καημένο χωριό, άδεια τα στασείδια της εκκλησίας και το γελαστό μεσοχώρι βωβό με τον παντοτινό πλάτανό του μοναχά, τον πλάτανο αυτό που τον ζηλεύουν τόσοι γιατί μεγαλώνει και καλοζάει πάντα στον τόπο που φυτεύθηκε. Κι απομνήσκουν στο χωριό γυναικόπαιδα μαραμένα και λίγοι θεοφοβούμενοι γερόντοι συλλογισμένοι, που ζουν με παλαιές γλυκόπικρες ενθύμησες και μ’ έναν ανυπόμονον κρυφόν καημό… σαν ο προφήτης Συμεών· και κατόπιν να πουν σαν εκείνος το «νυν απολύεις τον δούλον σου Δέσποτα…..».

Και πάνουν οι λεβέντες να κερδίσουν στα μακρυνά, όπου τους ρίξῃ η τυφλή τύχη τους, για να φέρουν εδώ στο φτωχό χωριό που βρέθηκαν και να ζήσουν με τους αγαπημένους των με τιμή και με υπόληψιν και κάθονται χρόνια πολλά και τραβούν χίλια δύο βάσανα και πάθηα. Τι να κάνουν, είνε κακή η ανάγκη. Στα ξηρικά και στενοσύνορα χωριά μας είναι δύσκολη ή ζωή. Καλότυχοι όσοι στον τόπο που γεννήθηκαν μπορούν να καλοζήσουν τίμια με τα βιοτά τους, με την τέχνην τους, με τα γράμματά τους. Μόν’ η στιγμή του ξεχωρισμού που και τα δέντρα ξεριζώνονται τί κοστίζει στους ταξειδιώτες και στους αγαπημένους τους.

Και μ’ όλα ταύτα δεν αφίνεται η πατρίδα εύκολα για πάντα, και δεν μπορούμε να ξεκάνουμε απ’ αυτή μ’ όσα καλά κι αν βρούμε στα ξένα. Είνε από Θεό ευχή ή κατάρα — δεν ξέρω τί να το πώ – να μας τσιμπάῃ η καρδιά γι’ αυτή τη φωλιά που γεννηθήκαμαν, όσο φτωχή και τιποτένια κι αν είνε !

Βήκαν οι Διώχνες στη διώχνω πατρίδα μας! Ώρα καλή σας, πουλιά ταξειδιάρικα, είνε κακός ο αγώνας της ζωής· όπως θέλουμε δε μπορούμε να ζήσουμε κι όπως μπορούμε δε θέλομε. Ο Χριστός κ’ η Παναγία να σας βοηθούν με το καλό να πάτε, πολλά να καζαντήσητε και γλήγορα να ρθήτε….” (Χρονογράφημα του Δ.Σ. στην εφημερίδα “Φωνή της Ηπείρου”, 23 Σεπτεμβρίου 1894″

Στη φωτογραφία ” Διώχνες που μόλις ξεπρόβαλαν στο Γάβρογο……”.

Δημοσιεύθηκε στην Λαογραφικά και άλλα. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *