
ια φορά κι έναν καιρό, κοντά στη δοξασμένη γέφυρα της Άρτας, εκεί όπου ο ποταμός Άραχθος χώριζε τα χωριά και τα μυστικά, ζούσε, απ’ την πλευρά του Τούρκικου, ένας ταπεινός μπαλωματής. Σ’ ένα μικρό χαμόσπιτο είχε το μαγαζάκι του και μπάλωνε τσαρούχια — έναν πάγκο, λίγα εργαλεία, και το όνειρο να βγάζει ψωμί για τα παιδιά του.
Απέναντι, στο λοφάκι όπου άπλωνε τη σκιά του το παλιό τζαμί, το Ιμαρέτ, έμενε ο ιμάμης — ο Χόντζιας. Ήταν άνθρωπος της προσευχής και των τελετών: το πρωί και το απόγευμα ανέβαινε στον μιναρέ και φώναζε τις ιερές λέξεις, και όταν τελείωναν τα θρησκευτικά του καθήκοντα, κατέβαινε και καθόταν για ώρα πολλή κοντά στον πάγκο, στο μικρό εργαστήρι του τσαγκάρη.
Δεν καθόταν όμως ήσυχος κι ακίνητος· άπλωνε τα δάχτυλά του πάνω στον πάγκο του μπαλωματή, όπου ήταν τα σύνεργά του — τανάλιες, σφυριά, φαλτσέτες, σουφλιά, βελόνες, πένσες — και κάθε τόσο έπαιρνε κι από ένα εργαλείο και το έπαιζε στα χέρια του με τις ώρες. Κι ο τσαγκάρης, όταν χρειαζόταν εκείνο το εργαλείο, σιωπούσε, δεν τολμούσε να το ζητήσει. Περίμενε καρτερικά να το αφήσει ο Χόντζιας — μα εκείνος το κρατούσε επίτηδες στα χέρια του για πολλή ώρα… Κι έτσι περνούσαν οι ημέρες, κι ο φόρτος του τσαγκάρη γινόταν όλο και πιο βαρύς.
Μια μέρα η καρδιά του άντρα αγανάκτησε.
«Θα τον σκοτώσω», είπε στον αδελφό του, «και θα περάσω απέναντι, στο Ελληνικό, στην Άρτα· κανένας δεν θα μπορεί πια να με βλάψει».
«Μην τρελαίνεσαι», του είπε εκείνος. «Αν κάνεις τέτοιο κακό, θα χαθούμε όλοι. Άσε να το βρει από τον Θεό….»
Μα ο τσαγκάρης είχε βαθιά μέσα του μια πίκρα που δεν έφευγε με λόγια· είχε ριζώσει σαν αγκάθι. Ένα βράδυ, όταν ο κόσμος ησύχαζε και οι πορτοκαλιές ευωδίαζαν, είδε το Χόντζια να φεύγει για την προσευχή. Άρπαξε στο χέρι του μια λεπίδα, όχι για να τη χρησιμοποιήσει — για να πάρει θάρρος — και τον ακολούθησε σιγά σιγά. Ο Χόντζιας, κουρασμένος από τις προσευχές του, ανέβαινε τα σκαλιά του μιναρέ σκυφτός, όπως κάθε μέρα, δίχως να φοβάται κανέναν.
Ο τσαγκάρης ανέβαινε πίσω του, βήμα-βήμα, χωρίς θόρυβο — γιατί φορούσε πίγκες* και όχι τσαρούχια. Κι όταν ο Χόντζιας έφτασε στην κορφή, έτοιμος να σηκώσει τη φωνή του στον ουρανό, ο τσαγκάρης άπλωσε το χέρι του και τον έσπρωξε με δύναμη, όπως λένε οι παλιοί. Πριν προλάβει να καταλάβει τι έγινε, ο Χόντζιας βρέθηκε στο κενό, χάθηκε στο σκοτάδι της νύχτας. Κι ο τσαγκάρης έφυγε αθόρυβα μέσα από τα περιβόλια, σαν να μην είχε συμβεί τίποτα.
Το πρωί αναστατώθηκαν οι γειτονιές. Ψίθυροι, σταυροκοπήματα, φήμες…….
Ο αδελφός του τσαγκάρη, ανακουφισμένος, έτρεξε να του πει τα νέα:
«Ο Χόντζιας… αυτοκτόνησε! Αν τον είχες πειράξει εσύ, θα χανόμασταν όλοι. Σου είπα, άσ’ το στον Θεό.»
Ο τσαγκάρης πήρε ανάσα βαθιά.
«Μπορεί να το βρήκε από τον Θεό», είπε, «μα ήθελε κι ένα σπρώξιμο…»
Κι αυτή η ιστορία, του Χότζια που γκρεμίστηκε απ’ τον μιναρέ του τζαμιού, ρίζωσε στα σπίτια κοντά στη γέφυρα. Οι παλιοί την έλεγαν τα βράδια, κι οι μικροί άκουγαν με μάτια ορθάνοιχτα. Άλλοι έλεγαν πως ο Θεός αποδίδει δικαιοσύνη· άλλοι πως, άμα η οργή φωλιάσει στην καρδιά, οδηγεί το χέρι εκεί που δεν πρέπει.
Κι οι άνθρωποι πέρα απ’ το γεφύρι συνέχισαν να ζουν — όχι πάντα ήσυχα, μα με μάτια ανοιχτά και βήματα προσεκτικά…….”
*Πίγκες – πέδιλα από γουρνοτόμαρο
[Επιμέλεια κειμένου – Αναστασία Καρρά. Πηγή κειμένου : Διήγηση του Μάρκου Σ. Πρέντζια, που κατέγραψε ο Απόστολος Ντάλας στο βιβλίο του ΕΝΘΥΜΗΣΕΙΣ ΣΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ, Αθήνα, 2005]
