Η αλήθεια είναι πως δεν υπάρχουν σχεδόν καθόλου μαρτυρίες για τη μουσική δραστηριότητα στην Άρτα την περίοδο της ύστερης τουρκοκρατίας. Ωστόσο μια γραπτή μαρτυρία που προέρχεται από έναν δημοσιογράφο – περιηγητή ονόματι Παρασκευόπουλο που επισκέφτηκε την γειτονική Πρέβεζα τα χρόνια της ύστερης Τουρκοκρατίας, στα τέλη του 19ου αιώνα, μας δίνει μια σημαντική γεύση από τα μουσικά δρώμενα που λάβαιναν χώρα τη νύχτα, στις πόλεις της Ηπείρου εκείνη την εποχή.
“………Πως όμως διασκεδάζουν τις νύκτες του χειμώνα ή του θέρους οι Πρεβεζαίοι; Θα μαντεύετε βέβαια ότι ούτε μελόδραμα ούτε δράμα ή βαριετέ έχουν εκεί. Η διασκέδαση τους είναι ένα Καφέ-Αμάν! Εισέρχομαι εντός ευρύτατου καφεπωλείου –η ώρα δεκάτη εσπερινή-και βρίσκομαι μπροστά σε κοκκινόχρωμο δάσος από μιναροειδή φέσια. Τούρκοι, Έλληνες, Αρμένιοι κ.λ.π όλοι εκεί συνωθούμενοι και φεσοφορούντες. Ατμόσφαιρα ασφυκτική, εμετική πνικτική. Ήταν μάλιστα περίοδος ραμαζανίου, δηλαδή τεσσαρακοστή των τούρκων, όπου την ημέρα ούτε νερό πίνουν ούτε καπνίζουν. Αδιάφορο τι κάνουν στα κρυφά. Τις δε νύκτες διαρκές ξεφάντωμα. Κατορθώνουμε επιτέλους και εισχωρούμε με πέντε έξι φεσοφόρους φίλους. Χαιρετίζω εισελθών και αντεχαιρετίζομαι υπό πάντων δι εδαφιαίου τεμενά. Και καθόμαστε σε ένα τραπέζι. Διατάσσουμε κονιάκ, το οποίο μας έρχεται εντός κυπέλλου καφέ. Τούτο δε, χάριν της ευλαβείας μας προς την αυστηρή νηστεία των οσμανλήδων. Και έτσι με το ραχάτι μας αρχίζουν τα σαρκιά και οι αμανέδες των αοιδών. Μία από αυτές, ελληνίδα-Κουτσονίτσα ονόματι- κουτσή από το ένα πόδι, τραγουδούσε με τέτοια περιπάθεια, με τέτοιο χρώμα και γλυκύτητα και υγρότητα κάτι Σουλιώτικα ή τρυφερώς ειδυλλιακά τραγούδια της Ρούμελης, ώστε έβλεπες τους τούρκους χάσκοντας προ της ευστροφίας και ηδύτητας της κρυσταλλώδους και οξυφθόγγου φωνής της Κουτσονίτσας. Ήταν φωνή αυτή από στόμα και λάρυγγα κοινής και αμαθούς γυναικός ή αρμονία και ηδυπάθεια και ντέρτι και παθολογική απόλαυση καμιάς Σειρήνας μυθολογικής; Όσοι αισθάνονταν κάπως τις δονήσεις της τουρκοελληνικής μουσικής, ή του κελαδήματος του βουνού, της στρούγκας, του ποιμενικού βίου ή των επαναστατικών μας χρόνων, καταλαμβάνονταν από ελαφρό ρίγος ή ριγηλή συγκίνηση με το άκουσμα αυτό της κουτσής τραγουδίστριας, της οποίας η στάση, οι στίχοι, η χωλότης, το παράπονο, η απελπισία σε κινούσαν σε συμπάθεια σε οίκτο σε δάκρυα. Σπανίως βλέπει κανείς τόση εξωτερίκευση βαθύτατου παραπόνου κατά της φύσεως, του πεπρωμένου, του Δημιουργού ακόμη, όσο εκείνη την οποία είδα στην αδικημένη Κουτσονίτσα της Πρέβεζας.
Η άκρα αντίθεση, το ναδίρ της Κουτσονίτσας, είναι η Σαϊνού. Αρμενίς μαυρομάτα και μαυροφρείδα, με ραμβώδεις και ηδυπαθείς και λάγνους τις κόγχες, με διαρκές μειδίαμα στα χείλη, στα μάτια, στις παρειές. Αυτή θέλγει τους φεσοφόρους ακροατές μάλλον με τους ακκισμούς της, τα νάζια της, τα γέλια της, τα συσοπηγήματα της, παρά με το τραγούδι της. Τι ενθουσιασμός δε κατείχε τους πάντες όταν τραγουδά ένα γλυκύτατο ευρωπαϊκό άσμα!!! Τότε εγείρεται της έδρας της, και όρθια τραγουδά το Φράγκικο, οπότε χειρονομεί και υπομειδιά και ακκίζεται και στέλνει φιλήματα και δέχεται τοιαύτα και κάποτε κανένα πορτοκάλι κεντημένο με δύο-τρία γαρύφαλλα- εκδήλωση ευαρεσκείας από τους ακροατές της- και στο τέλος υποκλίνεται, ενώ οι φεσοφόροι μέσα σε παραφορά και ενθουσιασμό χειροκροτούν, ποδοκροτούν, αξιώνοντας επανάληψη και γίνεται ένας θόρυβος φοβερός και τρομερός, οπότε αναγκάζεται να επαναλάβει η Σαϊνού το τραγούδι για να επαναληφθούν τα ίδια και τα ίδια μέχρι αργά τη νύχτα, μέχρι τα ξημερώματα μάλιστα.”
(Πηγή : Πρεβεζάνικα Χρονικά, περίοδος β’, χρόνος ζ’, τεύχος 24, Πρέβεζα, 1991)
Στη φωτογραφία καφέ – αμάν στην Κωσταντινούπολη μέσα από το φακό του πολύ γνωστού Τούρκου φωτογράφου, Αρμενικής καταγωγής, Ara Güler του οποίου οι μελαγχολικές ασπρόμαυρες εικόνες του με τη Leica του στην Κωνσταντινούπολη τις δεκαετίες του ’50 και του ’60, του χάρισαν το 1962 τον τίτλο “Master of Leica”.