ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΛΕΩΝΙΔΑ ΣΠΑΗ

“Η γενιά μου έλκει το γένος από το Σούλι της Ηπείρου. Εγώ όμως γεννήθηκα εις το χωρίον Μήγερι (νυν Τετράκωμον) της Άρτας την 17ην Ιανουαρίου 1892. Γονείς μου ο Γεώργιος Σπαής και η Μαρία Σπαή , το γένος Αναστασίου Νάκου, εκ Τυμπά Βελεντζικού.
Ο προπάππος μου Κ.Δ. Σπαής υπήρξε φίλος και συμπολεμιστής του εις Πρέβεζαν διαμένοντος τότε αδελφοποιτού του Αλή Πασά, Ανδρέα Ανδρούτσου (Βερούση) – πατέρας του ήρωος Οδυσσέως Ανδρούτσου – τον οποίον και ακολούθησε, όταν αυτός στρατολογήσας περί τους 500 άνδρες από τα μέρη εκείνα , συνέπραξε μετά του εκ Λεβαδείας καταγομένου αξιωματικού του Ρωσικού Στρατού Λάμπρου Κατσώνη, εις την προσπάθειά τους να επαναστατήσουν τον υπόδουλον Ελληνισμόν, επωφελούμενοι του Ρωσο-Τουρκικού πολέμου του 1787-1788……………………………………….
Εν τω μεταξύ σιγά-σιγά επεκράτησε και πάλιν η ησυχία και η τάξις εις την ΄΄Ηπειρον και ο προπάππος μου εγκατεστάθη εις το Βουλγαρέλιον, ελεύθερος πλέον.
Εκεί βρισκόταν όταν το 1821 εξερράγη η Ελλ. Επανάστασις, εις την οποίαν, ηγούμενος ομάδος 50 ανδρών, εκ των πρώτων προσεχώρησε, παρασύρας και τους δύο υιούς του, Γεωργάκην και Δημήτριον Σπαήν. Έλαβε μέρος εις την μάχην της Πλάκας, του Κομποτίου, του Σταυρού Θεοδωρογιάννων και του Πέτα, όπου και εφονεύθη. Μετά τον θάνατόν του οι υιοί του Γ. και Δ. Σπαής, επί κεφαλής της ιδίας ομάδος, εξακολούθησαν την δράσι, άλλοτε μεν υπό τον Καραισκάκην, άλλοτε δε υπό τον Τζαβέλλαν και άλλους οπλαρχηγούς. ΄Ελαβαν και οι δυο μέρος εις την πολιορκίαν του Μεσολογγίου και κατώρθωσαν να διασωθούν, κατά την έξοδον των πολιορκημένων, ενωθέντες και πάλιν με το σώμα του Καραισκάκη.
Μετά τον τερματισμόν της Επαναστάσεως και την ίδρυσιν του Ελληνικού Κράτους, επέστρεψαν και οι δυο εις το χωρίον Βουλγαρέλιον, το οποίον , όπως και όλη η περιφέρεια Άρτας έμενε έξω των ορίων του ελευθέρου κράτους όπου και τελικά εγκαταστάθηκαν.
Έπειτα από ολίγον χρόνον ο πάππος μου Δ. Κ. Σπαής εγκατέλειψε το Βουλγαρέλιον και εγκατεστάθη εις το χωρίον Μήγερι, όπου εδημιούργησε πολυμελή οικογένεια. Εν συνεχεία οι αρμόδιες Τουρκικές αρχές, μετά το φόνο του καπετάνιου των αρματωλών των Τζουμέρκων Κουτελίδα, ανέθεσαν εις αυτόν την τήρησι της τάξεως εις ευρείαν ορεινήν έκτασιν του Ασπροποτάμου (Αχελώου) εκ 15 χωρίων Θεοδωρόγιαννα, Γκορφάρι, Μυρόκωλον, Μήγερι, Μοσούντα, Βρατίστα, Λουψίχτα, Βουλγαρέλιον κλπ., η οποία συνίστατο εις την δίωξιν των πλιατσικολόγων και κακοποιών στοιχείων εν γένει, οι οποίοι αποτελούσαν μάστιγα και ετυραννούσαν τους αθώους και ανίσχυρους χωρικούς και του επέτρεψαν να έχη υπό τις διαταγές του περί τους 20 ενόπλους, έναντι αμοιβής την οποίαν κατέβαλλαν οι κάτοικοι, πολλές φορές δε και οι Τουρκικές αρχές………………………………………………………………….
Το 1877 εξερράγη νέος Ρωσο-Τουρκικός πόλεμος και ολόκληρος ο Ελληνισμός, ο ελεύθερος και ο υπόδουλος ετέθη επί ποδός πολέμου………… Εις τα ορεινά της Άρτας, ιδιαιτέρως εις τα Ρογοβύζια και τα Τζουμέρκα , η εξέγερσις ήταν περισσότερον εκτεταμένη και έντονος. Ο πατέρας μου με πολλούς άλλους προκρίτους που ήταν σχετικής επιβολής και δυναμικότητος, κατηύθηναν τον αγώνα, συντονίζοντες την δράσι των διαφόρων επαναστατικών ομάδων. Εν τω μεταξύ ο πόλεμος ετερματίσθη και το Ελληνικόν Κράτος ηναγκάσθη να καθήση ήσυχα, οι δε εξεγερθέντες πατριώτες έμειναν, ως συνήθως, εις το έλεος του Θεού. Οι Τούρκοι εξαγριώθηκαν εναντίον τους και απηνής δίωξις επηκολούθησε. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, ο πατέρας μου, ο οποίος εθεωρείτο υπεύθυνος, συν τοις άλλοις και διότι δια την εξέγερσιν είχε χρησιμοποιήσει την ένοπλη ομάδα που του είχαν εμπιστευθή δια την τήρησι της τάξεως, ηναγκάσθη να κρύπτεται εκατέρωθεν των Ελληνο-τουρκικών συνόρων, μέχρι της ενώσεως της περιοχής της Άρτας μετά του ελεύθερου Ελληνικού Κράτους το 1881.
Όλα τα παραπάνω δεν στηρίζονται επί γραπτών κειμένων, αλλά επί παραδόσεων. Τα άκουγα συζητούμενα στο σπίτι μου μεταξύ του πατέρα μου και διάφορων άλλων συγχωριανών μας οι οποίοι καθήμενοι σταυροπόδι κοντά στο τζάκι, συνήθως κατά τις νυχτερινές ώρες του χειμώνα , τα διηγούνταν…………………….. Ενθυμούμαι ότι ο περισσότερο ενήμερος των αφηγητών ήταν κάποιος Γιαννάκης Νάκος, συγγενής μας από το Τυμπά, ηλικίας 110 χρονών. Ο γέροντας αυτός έλεγε πολλές ιστορίες για τον Καραισκάκη, τον Γώγο Μπακόλα, τον Κοτσίλα, σημαντικό πολεμιστή εκ Καλεντίνης, τον πάππον μου Δ. Σπαήν, τον Κουτελίδα, τον Τσερακλή εκ Νισίστης και για πολλούς άλλους , των οποίων η δράσις υπήρξε σημαντική εις τον αγώνα κατά των Τούρκων. Ήταν η εποχή που ο κόσμος εθαύμαζε και ηρωποιούσε τους γενναίους και τα παλληκάρια και οι άνθρωποι θεωρούσαν τη λεβεντιά και την ευψυχία ως την ανώτερη αρετή.”

Απόσπασμα από το πρώτο μέρος του βιβλίου του Λεωνίδα Σπαή, Στρατηγού και π. Υπουργού ΠΕΝΗΝΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ ΣΤΗΝ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΤΟΥ ΕΘΝΟΥΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Αθήνα,1970.
Ευχαριστούμε θερμά τον ανιψιό του κ. Λεωνίδα Σπαή που μας χάρισε το βιβλίο και που μας εμπιστεύτηκε το φωτογραφικό αρχείο του θείου του Στρατηγού Λ. Σπαή απ’ όπου και η φωτογραφία.

Δημοσιεύθηκε στην Τα Τζουμέρκα και τα χωριά τους. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *