Το μάζεμα των λουλουδιών για το στόλισμα του επιτάφιου, άρχιζε από την Κυριακή των Βαΐων και συνεχιζόταν μέχρι το πρωί τής Μεγάλης Παρασκευής. Κατά κανόνα τα λουλούδια έπρεπε να είναι φυσικά. Σε περιπτώσεις όμως πού για διάφορους λόγους, χρησιμοποιούνταν τεχνητά λουλούδια, ο επιτάφιος υποβιβαζόταν σέ δεύτερης κατηγορίας επιτάφιο. Τα λουλούδια αναζητιούνταν στους κήπους και στις βεράντες των σπιτιών της ενορίας. Αν όμως το Πάσχα ήταν πρώιμο ή η Άνοιξη όψιμη, τότε τα λουλούδια δεν ήταν πολλά κι’ ήταν ανάγκη ν’ «αρπαχτούν» από σπίτια άλλων, αντίπαλων ενοριών, των οποίων ο επιτάφιος θα γινόταν λιγότερο ανταγωνιστικός. Φτάνουμε έτσι στο άρπαγμα—κλέψιμο των λουλουδιών. Τα λουλούδια για τα οποία γίνονταν πραγματικές βραδινές επιχειρήσεις, ήταν κυρίως ζουμπουϊές (ροζ—μωβ—άσπρες), χιόνια και τριαντάφυλλα. Το κλέψιμο των λουλουδιών είχε υιοθετηθεί απ’ όλους και ολόκληρες ομάδες αγοριών κυρίως, έπαιρναν ενεργό μέρος.
Χρονολογικά το επεισόδιο που θα αφηγηθώ τοποθετείται στα 1930-34, όταν ήμουνα μαθητής του 2ου Δημοτικού (στο Ρολόϊ). Τότε η οικογένειά μου έμενε στην πλατεία Μονοπλιού (εκεί πού σήμερα είναι το παντοπωλείο Κ. Μπανταλούκα). Στο ισόγειο ήταν ο φούρνος του πατέρα μου κι’ από πάνω το σπίτι μας. Έτσι, λόγω θέσεως, υπαγόμασταν στην ενορία του Αγίου Γεωργίου. Μαζί με αρκετούς συνομηλίκους μου είχα λάβει μέρος σε πολλές νυκτερινές επιχειρήσεις «κλεψίματος» λουλουδιών. Απ’ τους πιο δραστήριους θυμάμαι τους Κ. Λογοθέτη, Π. Λαλαγιάννη, Θ. και Σ. Αγόρο, Ι. Γαλανό, Κ. Παναγιώτου, Κ. Λιβέρη, Κ. Σιώκο, X. Σίτα, Β. Καράλη, Γ. Μπλέτσο, Γκόγκο κ.ά. Το γενικό σχεδίασμα των επιχειρήσεων είχε ο Χαρίλ. Χουλιάρας. Θ’ αναφερθώ λοιπόν σε μια απ’ τις εξορμήσεις. Είχαμε επισημάνει το σπίτι της κυρά Χαρίκλειας της Συρεπίσιενας, μητέρας του καθηγητή Ηρακλή Συρεπίσιου. Σε μια μικρή ταράτσα με αλτάνες, έδιναν κι’ έπαιρναν οι ζουμπουϊές. Το σπίτι αυτό υπαγόταν στην Ενορία της Αγιά – Σοφιάς κι’ ήταν ακριβώς απέναντι απ’ την Κασσοπίτρα. Μια βραδιά της Μεγ. Εβδομάδας, κανονίσαμε για την επιχείρηση, που κρατιούνταν μυστική. Η ταράτσα είχε ύψος τέσσερα περίπου μέτρα. Έπρεπε λοιπόν νάχουμε σκάλα. Μετά τα μεσάνυχτα μαζευτήκαμε κάπου δέκα παιδιά. Είχαμε μαζί μας σκάλα, και βαρελότα. Στην παρέα προστέθηκε την τελευταία στιγμή κι’ ο Γιώργος Χαρ. Μπανταλούκας. Αξίωσε μάλιστα να ανεβεί αυτός στην ταράτσα να κόψει τις ζουμπουϊές. Ίσως ήθελε να μας πείσει πώς ήταν κι’ αυτός δραστήριος κι’ άξιος γι’ αυτές τις δουλειές, γιατί θεωρούνταν παιδί του σπιτιού κι’ όχι «σπόρος», όπως εμείς οι άλλοι. Βάλαμε λοιπόν τη σκάλα, πιάσαμε τσίλιες κι’ ο Γιώργος ανέβηκε στην ταράτσα. Όμως η κυρά-Χαρίκλεια αγρυπνούσε. Άκουσε θόρυβο, κατάλαβε τι γινόταν κι’ έβαλε τις φωνές. Κάποιος από μας τους κάτω, πέταξε βαρελότο. Η κυρά Χαρίκλεια λιποθύμησε. Αλλά κι’ εμείς, σε χρόνο μηδέν, αρπάξαμε τη σκάλα και το βάλαμε στα πόδια. Ο φουκαράς ο Γιώργος έμεινε αμανάτι πάνω στην ταράτσα. Τρέξαμε λοιπόν στην Εκκλησία, οπού μεταφέραμε την είδηση και κρυφτήκαμε στο ταβάνι. Ευτυχώς η κυρά—Συρεπίσιενα δεν έπαθε τίποτε. Την άλλη μέρα κινητοποιήθηκαν οι Επίτροποι της Εκκλησίας, ακόμη κι’ ο τότε δεσπότης Σπυρίδων Γκινάκας κι’ ο Γιώργος αφέθηκε ελεύθερος. Δεν θυμάμαι αν ξαναπήρε μέρος σε άλλη τέτοια εξόρμηση ο Γιώργος, που δίκαια μας κατηγορούσε ότι τον εγκαταλείψαμε…” (Πηγή : Άρθρο του Παύλου Έξαρχου στο Περιοδικό ΣΚΟΥΦΑΣ, τχ. 54-55, 1980)