Πως γυρίστηκε η ταινία του Ν. Δημόπουλου “ΑΜΟΚ” στον Αμβρακικό (1)

“1963……Έχουμε προγραμματίσει δυο ταινίες του Δημόπουλου: πρώτη, το «Αμόκ», σενάριο που η ιστορία του συμβαίνει σ’ ένα ξερονήσι. Μια ομάδα κοριτσιών δραπετεύει από ένα αναμορφωτήριο, καταφεύγει σ’ένα νησί, όπου συναντιέται με τυχοδιώκτες Γερμανούς, που αναζητούν ένα κρυμμένο θησαυρό……Βρισκόμαστε πια στο τέλος Μαρτίου. Ο Δημόπουλος τελειώνει τη «Λόλα» και  φεύγουμε για να μου δείξει το ξερονήσι που έχει επιλέξει, να δω τις ανάγκες της παραγωγής, να ρυθμίσω τυχόν προβλήματα κίνησης, φαγητού, ύπνου ηθοποιών και συνεργείου, να εκτιμήσουμε ακόμα και πιθανούς κινδύνους. Ταξιδεύουμε να πάμε Κόρινθο, μπαίνουμε Πελοπόννησο και κάποτε φτάνουμε στο Ρίο. Μπαίνουμε στο φέρι, περνάμε Αντίρριο, προχωράμε, περνάμε Μεσολόγγι και πάμε προς Ήπειρο.

-“Που πάμε ρε Ντινάκο;”

-“θα δεις”.

-“Τί να δω ρε Δημόπουλε, ταξιδεύουμε σχεδόν τέσσερις ώρες τώρα και μόνο άσφαλτο βλέπω”.

-“Όταν φτάσουμε και δεις που σε πάω, θα τρελαθείς”.

-“Εγώ έχω τρελαθεί από τώρα. Τουλάχιστον κοντεύουμε;”

-“Ένα τσιγάρο δρόμο και φτάσαμε”.

-“Ένα τσιγάρο το αντέχω. Ένα πακέτο δεν αντέχω”.

Μιλώντας, κάποτε αριστερά μας βλέπουμε θάλασσα.

-“Εδώ είμαστε”.

-“Δόξα τω Θεώ”.

Βγαίνω από την άσφαλτο και σταματάω το αυτοκίνητο.

-“Γιατί σταμάτησες;”

-“Εδώ δεν είπες;”

-“Εδώ είπα και εννοούσα τον Αμβρακικό κόλπο. Αλλά όχι εδώ. Θα πάμε στην πόλη του Καρυωτάκη και απ’ εκεί θα σου δείξω το νησί που σου λέω. Απ’ εδώ δεν φαίνεται”.

-“Μιλάς για την Πρέβεζα;”

-“Ναι”.

-“Κι από την Πρέβεζα πώς πάνε στο ξερονήσι σου, κολυμπώντας;”

-“Με καΐκι. Το ναυλώνεις και σε πάει όπου θέλεις”.

-“Δεν θέλω. Εγώ θέλω να γυρίσω πίσω. Εγώ δεν έχω μόνο το «Αμόκ», έχω και πέντε ταινίες του Δαλιανίδη και η μία είναι στη Θεσσαλονίκη”.

-“Σταμάτα να γκρινιάζεις, όταν ανέβεις σ’ αυτό το νησί και το εξερευνήσεις, τότε θα μου πεις αν θέλεις να πας στις ταινίες του Δαλιανίδη ή να μείνεις εδώ. Σκάσε και περίμενε”.

-“Σκάω, αλλά να σου κάνω μια ερώτηση που μου τρώει τη γλώσσα;”

-“Την ακούω”.

-“Αυτό το σενάριο, ο Φίνος το διάβασε και…..”

Με κόβει.

-“Εγώ του το διάβασα και το άκουσε με πολλή προσοχή”.

-“Και σου το ενέκρινε;”

-“Με τα τσαρούχια. Γιατί ρωτάς;”

-“Τίποτα, έτσι από περιέργεια”.

Η Πρέβεζα είναι μια πολύ ωραία πόλη που μυρίζει μούχλα και αρμύρα, αλλά της πάει. Θυμίζει γυναίκα που το άρωμά της δένει αρμονικά με το δέρμα της. Από την παραλία ο Δημόπουλος, με το χαρακτηριστικό γέλιο του ευτυχισμένου ανθρώπου, μου δείχνει με το δάχτυλο απλώνοντας το χέρι :

-“Αυτό είναι, το βλέπεις;”

-“Τι να δω ρε Ντίνο, βλέπω ένα μαύρο βράχο μες στη θάλασσα. Τέτοιους έχει και ο Ευβοϊκός κόλπος όσους θέλεις να διαλέξεις και μόνο μια ώρα από την Αθήνα”.

-“Καλά, άσε να πάμε κοντά”, τον ακούω να λέει ενώ πηδάει σ’ ένα καΐκι που είναι αραγμένο εκεί.

-“Καπετάνιο, μας πας στη Βουβάλα;”

-“Αμέ, δουλειά μου”.

Καταμεσήμερο και ο ήλιος του Μάρτη κατακόρυφος. Η ήμερη θάλασσα του Αμβρακικού, σαν λίμνη, λαμπυρίζει και ο ήχος της μηχανής του καϊκιού δίνει μια μουσική υπόκρουση σε τούτη την απέραντη ερημιά. Μισή ώρα τώρα απ’ όταν ξεκινήσαμε κι αριστερά μας ένα δασωμένο, κατοικημένο με άσπρα ασβεστωμένα σπιτάκια, νησάκι.

-“Αυτό είναι η Βουβάλα, καπετάνιο;”

-“Όχι αφεντικό. Αυτό είναι ψαροχώρι και το λένε Κωρονησία. Η Βουβάλα είναι εκιό δεξιά μας και θέλουμε κάνα εικοσάλεπτο θάλασσ’ ακόμα”.

-“Και γιατί το λένε Βουβάλα, καπετάνιο;”

-“Γιατί άμα το αγναντεύεις πλάγια, σου μοιάζει σαν ένα ξαπλωμένο βουβάλι. Από ‘κει θ’ αρμενίσουμε. Θα δεις”.

Σε κάνα δεκάλεπτο θάλασσα, όπως το’ πε, κι ενώ στρίβει το τιμόνι της μηχανής του καταπάνω στο νησί, τον ακούω να φωνάζει :

-“Να αφεντικό, από δω αγναντεύεις καθαρά τη Βουβάλα. Τήρα το, ωραίο δεν είναι;”

Το “τηράω”, μα δεν βλέπω κανένα σχήμα βουβαλιού. Φαίνεται πως η φαντασία των θαλασσινών έχει άλλη διάσταση από των ανθρώπων της πόλης και της πολυκατοικίας απ’ όπου για ν’ “αγναντέψεις” κατά την ντοπιολαλιά του, ένα κομμάτι ουρανό στραβολαιμιάζεις. Εγώ τώρα βλέπω ένα δασωμένο λόφο με ακανόνιστη γραμμή, καμιά τρακοσαριά μέτρα μήκος, να διαγράφεται πανέμορφος στο φόντο του ουρανού. Ίσως το βλέπω περισσότερο σαν θαλασσογραφία του Βολονάκη.”(συνεχίζεται ….) (Πηγή : Finos Film 1939 – 1977, Μάρκος Ζέρβας, Γιάννης Ζέρβας, Αθήνα, 2003)

Στη φωτογραφία από αριστερά ο συγγραφέας του βιβλίου, κινηματογραφιστής και διευθυντής της ΦΙΝΟΣ ΦΙΛΜ, Μ. Ζέρβας, ο σκηνοθέτης Ντ. Δημόπουλος και ο Γ. Ρούσσος στα γυρίσματα της  ταινίας Μανταλένα στην Αντίπαρο το 1960. (Η φωτογραφία είναι από το ίδιο βιβλίο).

Δημοσιεύθηκε στην Η μουσική, τα σινεμά και το ερασιτεχνικό θέατρο στην Άρτα. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *