«Μη γίνεις πλύστρα!»
“Είναι περίεργο (ή μήπως όχι?) το πως κάποια επαγγέλματα, εκτός του ότι θεωρήθηκαν ταπεινωτικά και εξευτελιστικά, συνοδεύτηκαν και από απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς στάσης, συμπεριφοράς και νοοτροπίας. Πλύστρα ίσον γυναίκα λαϊκής τάξης, κουτσομπόλα, γλωσσού, (σαν τον κόπανο που χτύπαγε τα ρούχα) κι όχι κάποια που πάσχιζε καθημερινά να βγάλει μεροκάματο, δουλεύοντας εξουθενωτικά. Η γυναίκα των κατώτερων οικονομικά τάξεων έσπασε τον κατ’ οίκον περιορισμό για να αυξήσει το απαράδεκτα χαμηλό οικογενειακό εισόδημα. Ξενοδούλεψε, ρόζιασαν τα χέρια της, γέρασε πριν την ώρα της, υπέμεινε αγόγγυστα παράπονα και χλευασμούς των μεγαλοκυράδων.
Έτσι λοιπόν τα ασπρόρουχα των πλουσιόσπιτων, καθώς και τα χοντρά ρούχα (φλοκάτες, κουβέρτες, μαντανίες και άλλα στρωσίδια) περνούσαν από τα χέρια της πλύστρας. Τα ασπρόρουχα έπρεπε με τη μπουγάδα να γίνουν ολόλευκα, αστραφτερά (φουφούδια) και μετά, στο σιδέρωμα, να μην υπάρχει καμιά ζάρα, γιατί αλλιώς έπρεπε να ξαναγίνουν όλα από την αρχή. Τα πιο ελαφριά τα έπλενε στη σκάφη, ενώ τα βαριά τα φορτώνονταν στην πλάτη και τα πήγαινε στο ποτάμι, κουβαλώντας επίσης μαζί της το καζάνι, τη σκάφη (αρχικά ξύλινη, αργότερα τσίγγινη, με εσωτερικές ραβδώσεις για να τρίβει επάνω τους τα ρούχα), σαπούνι, στάχτη, τον κόπανο, βαρικίνα, τη βούρτσα και το κακάβι. Κάθε πλύστρα είχε το δικό της καζάνι. Το έβαζε στην όχθη και άναβε φωτιά. Σε άλλο καζάνι έριχνε τη στάχτη μέσα στο νερό και τα έβραζε μαζί για να φτιάξει την αλισίβα. Σε μια πέτρινη πλάκα χτύπαγε με τον κόπανο τα ρούχα που είχε σαπουνίσει. Μετά το ξέπλυμα των ρούχων στο ποτάμι, τα άπλωνε σε δέντρα ή σε σχοινιά……(συνεχίζεται)” (Πηγή : ΣΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΤΑ ΓΥΡΙΣΜΑΤΑ, Γ. Κουτσούμπας, Αθήνα, 2004)
Στη φωτογραφία του Φωτογραφικού πρακτορείου «Χαρισιάδης», μια πλύστρα στο Γεφύρι της Άρτας το 1953, κουβαλάει νερό από το ποτάμι.