«Τ’ αλογομούλαρα περπατούσαν πιο γρήγορα από τα προβατοκόπαδα κι έφταναν στους βραδινούς σταθμούς νωρίτερα απ’ αυτά. Οι γυναίκες ετοίμαζαν την πρόχειρη στρούγκα, μάζευαν κανα ξύλο για τη φωτιά, έπαιρναν νερό κι έκοβαν κανα χαμόκλαδο για το υπαίθριο στρώμα των παιδιών και των γερόντων. Το πρώτο βράδυ είχε μια γοητεία, μια παράξενη ομορφιά …… Ο Συρρακιώτης Δ. Γάτσιος περιγράφει μια τέτοια ανοιξιάτικη βραδιά στον υπαίθριο καταυλισμό : «Οι ξαπλωμένοι σάκοι που πριν χρησιμοποιήθηκαν για στρούγκα, τώρα σηκώνονται και στήνονται πλάι πλάι για να γίνουν πρόχωμα στο νυχτερινό αεράκι…Η μητέρα θα προσπαθήσει να πείσει τα παιδιά να κοιμηθούν γρήγορα γιατί αύριο θα ξεκινήσουν πολύ πρωί…Όμως δεν είναι εύκολο κάτι τέτοιο. Η χαρά της επιστροφής στη γενέτειρα, η παράξενη μαγεία της ανοιξιάτικης νύχτας, οι παράξενοι και πολλές φρές φανταστικοί θόρυβοι στο διπλανό θάμνο, οι γνωστές απ’ άλλες ώρες και εποχές ιστορίες με λάμιες και δράκους, με νεράιδες και κλέφτες, το πετραδάκι που ξέφυγε και τρυπά την πλάτη δεν δημιουργούν και το κατάλληλο κλίμα για ύπνο…. (Πηγή : ΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΟΙ ΤΩΝ ΤΖΟΥΜΕΡΚΩΝ, Ν. Καρατζένης, Άρτα, 1991)
Στ φωτογραφία του Κ. Μπαλάφα “Γύρω από τη φωτιά για να βγεί η νύχτα” (Πηγή : Λεύκωμα ΗΠΕΙΡΟΣ, Αθήνα, 2003)