ΑΝΕΒΑΙΝΟΥΝ ΣΤΑ ΤΖΟΥΜΕΡΚΑ ΟΙ ΤΣΕΛΙΓΚΑΔΕΣ – ΣΤΑ ΜΕΛΙΣΣΟΥΡΓΙΩΤΙΚΑ ΛΙΒΑΔΙΑ

—————————
“……Βορειότερα απ’ τους γκρεμούς της Μεγάλης Σάρας, απέναντι από το χωριό των Μελισσουργών, τον Αύγουστο του 1997 άφησε την τελευταία του πνοή μέσα σε φριχτούς πόνους, γκρεμοτσακισμένος στο βάθος αβυσσαλέας χαράδρας, ο πενηντατριάχρονος αιγοβοσκός Γιάννης Σκέντος, ένας δεινός περπατάρης των γκρεμών της Πίνδου.Τον άτυχο Γιάννη Σκέντο τον έκλαψαν οι ραχούλες όλες, τον θρήνησαν οι πηγές, τον μοιρολόγησαν τα δέκα τζομπανόσκυλά του, μαυροφόρεσαν για χάρη του τα τετρακόσια γίδια του και λυποκρατούν ακόμα για το χαμό του όλες οι πλαγιές, τα ξάγναντα και οι κορυφές της Πίνδου που τον είχαν συντροφιά, στολίδι και καμάρι τους.
Τα πρόβατα αρμαθιάζονται πίσω από τον αδελφό μου ιχνηλατώντας το μονοπάτι όπου τα άγρια στοιχεία της φύσης έχουν αφήσει αδρά τα σημάδια τους : νεροφαγιές, καθίσματα του τόπου, σωρούς από πέτρες, κορμούς από κέδρους και μεράτζες.»Μετά φόβου γιδιών» φτάνουμε στα Λιβάδια. Το τοπωνύμιο αποδίδει την ουσία. Τα Λιβάδια τα Μελισσουργιώτικα είναι λάκκες πεντακάθαρες, «κρατημένες με πεζούλες», αφού σπέρνονταν μέχρι τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια. Απλώνονται αμφιθεατρικά στα ριζά της Ρούιστας και ως χαμήλωμα είναι πνιγμένες στα χορτάρια. Τα πρόβατα ανοίγουν αγάλια-αγάλια στην απλωσιά κι όπως είναι νηστικά, αρχίζουν να τρυγούν λαίμαργα τη χλόη. Το γοργό λάλημα των κουδουνιών σημαίνει πως τα πρόβατα βρήκαν χορτάρι άφθονο. Τ’ αφήνουμε λίγο να πάρουν «μια κοιλιά», ν’ αποκτήσουν δυνάμεις για να βγάλουν την ανηφόρα για το Σταυρό. Βέβαια ο Σπύρος κι εγώ στεκόμαστε όρθιοι επιτηρώντας να μην απλώσουν πέρα ως πέρα στα Λιβάδια, γιατί κάποιες Μελισσουργιώτικες ομάδες θα ξεκαλοκαιριάσουν εδώ τα κοπάδια τους. Δεν είναι πρέπον να τους «χαλάσουμε τη βοσκή». Σύμφωνα με το ποιμενικό δίκαιο «δεν κάνει», δεν επιτρέπεται…….”
(Πηγή : Άρθρο του Ν. Καρατζένη με τίτλο Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΩΝ ΝΟΜΑΔΩΝ ΣΤΙΣ ΒΟΥΝΟΚΟΡΦΕΣ ΤΗΣ ΠΙΝΔΟΥ, Ηπειρωτική Εταιρεία, τχ. 293, 2005)

Στη φωτογραφία “Τα πρόβατα αρμαθιάζονται και κάθε κοπάδι πάει στη δική του στάνη”
(Φωτο του Κ. Μπαλάφα από το Λεύκωμα ΗΠΕΙΡΟΣ, Αθήνα, 2003) 

Δημοσιεύθηκε στην Ποιμενική Ζωή. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *