ΠΟΙΜΕΝΙΚΟ ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ – Ο ΚΟΥΡΟΣ

—————————-
Κούρος (ό). Τό κούρεμα των προβάτων δηλοί ή λέξις. Είναι ό κυρίως κούρος. Κατά Μάϊον ή Ιούνιον μέ την έναρξιν τού ξηρού θέρους (πιάνει τό κάμα), τά ποιμενικά ζώα, πρόβατα καί γίδια, θέλουν κούρεμα. ’Έχει όμως προηγηθή, ήδη από τά χειμαδιά, τό κ ο υ λ ο υ κ ο ύ ρ ι σ μ α, ήτοι τό κούρεμα των μαλλιών, πού ευρίσκονται εις την κοιλιάν, τά πισινά καί τά πόδια. Κουλουκούρισμα γίνεται μόνον είς τά πρόβατα, τά γίδια τά κουρεύουν μια καί καλή. Ό κούρος γίνεται μέ τήν βοήθειαν τού π ρ α τ ο ψ ά λ ι δ ο υ (προβατοψαλίδος) από τούς κουρευτάδες, πού είναι οί ίδιοι οί τσοπάνηδες. Πιάνουν τό ζώον. τό άνασκελώνουν καί αρχίζουν τό κούρεμα άπό εκεί πού έχει μείνει τό κουλουκούρισμα. Τελειώνων τό κούρεμα ό τσοπάνης, κτυπά τό ζώον μέ τό ψαλλίδι καί τό απολύει μέ τήν ευχήν «νά μή βασκαθής». Αποφεύγουν νά αρχίσουν τον κούρο Τρίτην ή Παρασκευήν. Τό Σάββατον δεν είναι δυσμενές αλλά δεν αρχίζουν πάντως τήν ημέραν αυτήν διότι ακολουθεί ή Κυριακή, ημέρα αργίας. ’Έτσι αρχίζουν κατά προτίμησιν Δευτέραν. Εις περίπτωσην όμως εμποδίου ό κούρος ήμπορεί νά άρχίση Τετάρτην ή Πέμπτην. Προσέχουν επίσης πολύ, τήν στιγμήν κατά τήν οποίαν θά πέση ή πρώτη ψαλιδιά, νά είναι ό ουρανός ξάστερος. “Αν ύπάρχη κανένα συννεφάκι διαβατάρικο, περιμένουν νά περάση καί έπειτα αρχίζουν. ’Ακόμη περισσότερον όμως φοβούνται τήν βασκανίαν. Για τούτο ό κούρος γίνεται κάπου απόμερα, μακράν άπό τον συχναζόμενον δρόμον και γενικώς εις μέρος μάλλον απόκρυφον. Τά έκ τής κουράς προκύπτοντα μαλλιά, συσσωρεύονται εις «ποκάρια» τουτέστιν εις σωρούς σφαιρικούς, σχηματίζουν φορτώματα καί μεταφέρονται προς άποθήκευσιν. ’Αποθηκεύονται είτε είς κατώγια, άν ό τσοπάνος είναι χωρικός, είτε σε κανένα γ ρ α σ ε ρ ό σπήλαιον άν ό τσοπάνος είναι σκηνίτης. ’Ενδιαφέρει ή αποθήκη νά είναι υγρά για νά πάρουν βάρος τά μαλλιά, διότι μέ τό βάρος πωλούνται.
Γιά τον κούρο των γιδιών, τον γ ι δ ό κ ο υ ρ ο, δέν είναι αρκετόν έργαλείον ένα ψαλίδι. Χρειάζεται ακόμη και ή γ ι δ ο κ ο υ ρ ε ύ τ ρ α άνευ τής οποίας δεν είναι δυνατόν νά πειθαναγκασθή το γίδι νά δεχθή ψαλίδι. Ή γιδοκουρεύτρα είναι τεμάχιον ξύλου πού έχει μήκος ίσον μέ τό ανάστημα τής γίδας. Τό κάτω άκρον του είναι οξύ και μπήγεται στο έδαφος στερεώς, τό άνω άκρον απολήγει εις διχάλαν. Μέσα εις αυτήν την διχάλαν τοποθετείται ή κεφαλή του ζώου χωρίς νά είναι δυνατόν νά μετακινήται, διότι τά δύο άκρα της ένώνονται μέ μίαν βέργαν ξυλίνην ή οποία διέρχεται διά μέσου των οπών τάς οποίας φέρουν άντικρυστά τά τσαρπόλια τής διχάλας. Καί ενώ έτσι μαγκωμένον τό ζώον τρέμει άπό τον φόβον του ενώπιον τού αγνώστου, οι κουρευτάδες μέ τό τ ρ α ο ψ ά λ ι δ ο αρχίζουν ψαλιδίζοντας από τά κωλομέρια καί προχωρούν προς τά πλευρά καί τήν ράχιν. Πίπτουν επί τού εδάφους τά μαλλιά, λάγια, κανούτα, καστανά, ψαριά κλπ αλλά δέν σχηματίζουν ποκάρι. Είναι τρίχες μοναχές τις όποιες μαζεύει καί στοιβάζει σέ σάκκους ή τσοπάνισσα. Τό κορμί τού ζώου γίνεται ψαλιδιές, ψαλιδιές, μιά αηδία νά τό βλέπης. Λέγουν: «σάν κουρεμένο γίδι» έμπαικτικώς, Ιδία γιά τους νεοσυλλέκτους. Θέλουν νά πούν ότι καί ή λέξη «κορόϊδο» σημαίνει εν κυριολεξία «κουρόγιδο».
Γιά τούς τσοπάνηδες καί έν γένει γιά τον κτηνοτροφικόν κόσμον ή φράση «σ το ν κ ο ύ ρ ο» είναι χρονικός προσδιορισμός. Ό κούρος είναι μιά περίοδος τών κτηνοτροφικών εργασιών από τάς σημαντικωτέρας καί πολυασχολωτέρας διότι κατ’ αυτήν συντελείται ή άπόληψις ενός έκ τών κυριωτέρων προϊόντων τής κτηνοτροφικής παραγωγής. Τά άλλα προϊόντα είναι τό γάλα (τυρί) καί ό γέννος. ”Ωστε άπό άπόψεως ασχολίας αν ό γεωργός ήμπορή νά είπη σπορά – θέρος – τρύγος, πόλεμος, ό τσοπάνης μπορεί επίσης νά είπη, γέννος – κούρος – τυροκόμιση, πόλεμος.
Παροιμίες. «Πού γροίκαε κούρευε, δέν κωλοκούριζε», λεγομένη δι’ εκείνον ό όποιος ήμπορεί νά εκτίμηση κατ’ αξίαν.
«Στον κούρο» ή «θά τά πάρης στον κούρο», επί χρέους ή ύποσχέσεως φερεγγυότητος.
«Τον κουρεύουν» συνώνυμο προς τήν «τον μαδούν», τού τρώγουν χρήματα έναντι εύτελών ανταλλαγμάτων.
Κατά μεταφοράν λέγουν «κουρεύουν τά μελίσσια», ήτοι μελισσοκομούν.
(Πηγή : ΔΑΣΙΚΗ ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ, Π.Γρίσπου, Ηπειρωτική Εστία, τχ 217-218,1970)

Στη φωτογραφία “Κούρεμα προβάτων” ( Η φωτο δημοσιεύτηκε από τον κ. Αλέξανδρο Καχριμάνη στο facebook)

Δημοσιεύθηκε στην Ποιμενική Ζωή. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *