Πρόκειται για απόσπασμα από ένα διήγημα του Γ. Κοτζιούλα που για πρώτη φορά αναδημοσιεύεται…. Το πρωτότυπο δημοσιεύτηκε το 1949, στο ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ εκείνης της χρονιάς. Ο συγγραφέας, σε γλώσσα με έντονο το ηπειρώτικο ιδιωματικό στοιχείο, μας γράφει για το Μήτσο, έναν “γύφτο” οργανοπαίχτη στα βόρεια Τζουμέρκα, όταν ακόμη ήταν Τούρκικο….. Τότε, στα χωριά της ελληνικής υπαίθρου, υπήρχε ένα επάγγελμα που λίγοι τολμούσαν να ακολουθήσουν — εκείνο του λαϊκού οργανοπαίχτη. Δεν ήταν μια δουλειά που έχαιρε εκτίμησης. Αντιθέτως, θεωρούνταν υποτιμητική και αναξιόπιστη. Την εξασκούσαν σχεδόν αποκλειστικά οι φτωχότεροι των φτωχών, οι ακτήμονες χωρικοί, γνωστοί τότε με το όνομα «γύφτοι». Οι άνθρωποι αυτοί ζούσαν κάτω από άθλιες συνθήκες και βρίσκονταν στο περιθώριο της κοινωνίας. Κανείς από τους «νοικοκυραίους» δεν καταδεχόταν να πιάσει όργανο για βιοπορισμό. Κι όταν δεν έπαιζαν στα πανηγύρια, συνήθως δούλευαν σαν σιδεράδες και γανωτζήδες.
Κι όμως, αυτοί οι περιφρονημένοι άνθρωποι κράτησαν στα χέρια τους έναν πολύτιμο θησαυρό: τη ζωντανή μουσική παράδοση του τόπου. Ειδικά η οργανική μουσική – εκείνη που εκτελείται με όργανα – έζησε, άνθισε και ταξίδεψε από γενιά σε γενιά χάρη σε αυτούς. Σε ολόκληρες περιοχές, από την Ήπειρο ως τα Τρίκαλα, τη Λάρισα, την Καρδίτσα, τον Ασπροπόταμο και τη Λιβαδειά, η λέξη «γύφτος» είχε γίνει σχεδόν συνώνυμη με τον οργανοπαίχτη. Οι ντόπιοι μπορεί να περιφρονούσαν το επάγγελμα, μα στα γλέντια τους, στις χαρές και τις λύπες τους, ήταν η μουσική αυτών των ανθρώπων που τους συντρόφευε…..
“ΚΟΨΙΜΟ
Εκεί π’ αποβραδύς τα ισκιώματα έχουν σύναξη κι αντιβουίζει ως πέρα η λαγκαδιά απ’ το φυσομάνημα της Γκούρας, που σκιάζονται οι νυχτερίδες να χωθούνε στις σπηλιές, εκεί στου Κριάκουρα που λένε τα ριζά, βρέθηκε αποξαρχής και των γυφτιών η ρίζα.
Μήτσο τον πρωτογέννητο έβγαλαν, Αλέξη – τον ύστερο απ’ αυτόν και κάψο Γιώργο, λίγο αλαφρύν από μυαλό (γι’ αυτό και ανύπαντρο) τον τρίτο, μ’ ανάμεσά τους μια αδελφή αραπίνα που στ’ Άγναντα την έδωκαν αντίπερα, σε μάστορα άλλον της γενιάς τους, τη Χριστίνα.
Παιδί ήσουν άπλερο και μάθαινες ακόμα το νταερέ, ντερβίση Μήτσο, τότε που βρέθηκες φερμένος πέρα κει στα βλαχοχώρια, πούχε πατήσει ο Τσιτσιμίτσιος το Ματσούκι κι έστησε το μπαϊράκι εκεί στο μεσοχώρι, για να γλεντήσουνε τα παληκάρια του όπως θέλαν.
Κι εκεί που φέρναν γύρες τα στοιχιά τ’ αρματωμένα κι απαλαμίζαν με γινάτι λες τ’ άπονο χώμα, βογγώντας σαν αρκούδια που πέρασαν τον άλυσο, καθώς όλο άδειαζαν και τις κουμπούρες στον αέρα, βροχή τα δίγροσα έπεφταν στους λαλητάδες.
Μα ήθελα νάξερα, σαν πως φλετούριζε η καρδιά σου, Μήτσο καψαρέ, τότε που σ’ έκραξε με νόημα μπρος του ο αρχικλέφτης, κάρτο στο μέλαψό σου κούτελο να βάλει, κι εσύ από τη λαχτάρα, απ’ το καμάρι σου άναψες χειρότερα και βάρειες όλο παλαβά.
Χαρά σ’ εσέ τ’ αλάλητο πουλί, π’ αξιώθηκες να ιδείς από σιμά το γέρακα τον άπιαστο, π’ αψήφαε τούρκικες χουσιάδες, ταχτικούς, κι είχε το μάτι του όλο στα παχιά κριάρια, στους κρεατομένους τσελιγκάδες, που το κεφάλι τους για νάχουν, λύναν τη σακούλα.
Όμως περνάν τα χαροκόπια, κι η παραδαρμένη θέλει δουλιά για να τιλώσει : ιδρώνεις στα καμίνια και κουβαλάς σακιά τα κάρνα στο καλύβι κι απομαυρίζει, δίπλα εκεί στο φυσερό, καθώς παιδεύεσαι με σίδερα αναμμένα, μαθαίνοντας την τέχνη πως να τα λυγάς,
Και σαν βαλάντωσες γλυκά κι ήρθε ο καιρός να ζευγαρώσεις, κίνησες όπως το τραγί που πάει οσμίζοντας τα λόγγα, κι έφερες αρπαχτή πρατίνα φλώρα απ’ τα Κατσανοχώρια, για ν’ αβγατίσεις με το ζόρι τη σειρά τη λάγια που την κατατρέχουν, μα δε σώνεται ποτές.
Δούλεμα με βαρειά, φαί για προκοπή, κοιμήσι χαρισάμενο! Καλά δροσολογούν της άσπρης γύφτισσας τα κόρφια, κι όσο για ζεστασία τις νύχτες π’ ο βοριάς σηκώνει το κονάκι, μ’ άλλο καμίνι πολεμάει και κουβαριάζεται ο σκαρόγυφτος, που δε σπιθοβολάει αυτό μεσ’ στο σκοτάδι…………………….
…..Όσο βαστάς, δε σε φοβάμαι, γείτονα χαλίζη, που πλάθεις με τις απαλάμες τα σιδερικά και μαστορεύεις με τα χέρια τ’ άξιά σου γυνιά, κολλάς τσαπιά, για τον καθένα χρειαζούμενα, βάφεις και τα τσεκούρια οπού στομώσαν, για τους βλάχους που μυρίζουνε τυρόγαλο………….”(Πηγή : Απόσπασμα από το πεζογράφημα του Γ. Κοτζιούλα με τίτλο «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΟ ΜΟΙΡΙΟΛΟΙ ΓΙΑ ΤΟ ΞΕΚΟΙΛΙΑΣΜΑ ΕΝΟΣ ΓΕΡΟΓΥΦΤΟΥ», Λογοτεχνικό Ημερολόγιο, Αθήνα, 1949)
Στη φωτογραφία του Κ. Καλούδη “Tσιγγάνος παίζει κλαρίνο στη σκηνή του…”
