“…..Οι μάστοροι (χτίστες και πετράδες) προέρχονταν από τα ορεινά χωριά των Τζουμέρκων : Κτιστάδες, Άγναντα, Χριστοί, Ραφταναίοι, Γρετσίστα, Κουκούλια, Χουλιαράδες. Το κυριότερο .ομως χωριό ήταν η Πράμαντα, φημισμένο μαστοροχώρι της περιοχής, στο οποίο χρωστάμε μερικά από τα καλύτερα δείγματα της τέχνης τους. Οι Πραμαντιώτες ήταν οι καλύτεροι τεχνίτες, όχι μόνο στα Τζουμερκοχώρια, αλλά και στην Ήπειρο γενικότερα και λόγω της φήμης τους προσκαλούνταν και πήγαιναν και σε άλλα μέρη της Ελλάδας. Πρόσφεραν την τέχνη τους αρχικά στην Άρτα και αργότερα στην Αιτωλοακαρνανία, στη Φθιώτιδα και στη Βοιωτία. Τη δεκαετία 1930 – 40 ανοικοδόμησαν ολόκληρη σχεδόν την Ευρυτανία. Μεταπολεμικά εργάστηκαν στα Επτάνησα, στην Πελοπόννησο, στη Θεσσαλία.
Η συμφωνία για το χτίσιμο του σπιτιού ή ενός έργου ήταν προφορική : το έπαιρναν ξεκοπή, άλλοτε πανοφάι (με φαγητό) ή ξίψωμα (χωρίς φαγητό).
Ο πρωτομάστορας, αφού άκουγε τη συμβουλή των γερόντων έφτιαχνε κάποιο σχέδιο. Η κατασκευή ξεκινούσε με τη θεμελίωση και ο παππάς διάβαζε τις σχετικές ευχές για να’ ναι ευλογημένο και στέρεο το έργο. Το έθιμο απαιτούσε οπωσδήποτε μάτωμα – ράντισμα των θεμελίων με αίμα (κόκορα ή άλλου σφάγιου) για να στεριώσουν. Από κει και πέρα ο καθένας ήταν στο πόστο του : οι νταμαρτζήδες έβγαζαν την πέτρα, τα ζώα την κουβαλούσαν – ακόμα και οι γυναίκες φορτώνονταν στις πλάτες τους τις πλάκες – οι πελεκάνοι πελεκούσαν αριστουργηματικά τις πέτρες, ο αρχιμάστορας επόπτευε τελετουργικά τη διαδικασία, γνωρίζοντας τα μύρια όσα της δουλειάς…..
Το πάχος του τοίχου ήταν συνήθως ένα μέτρο. Κάθε ενάμισι μέτρο ύψος τοποθετούσαν ξύλα, την ξυλοδεσιά, που δεν εξείχε εξωτερικά για να μην βρέχεται και σαπίζει. Τα ξύλα τοποθετούνταν όχι μόνο για ομορφιά και κομψότητα αλλά κυρίως για την ανθεκτικότητα της οικοδομής, ιδίως όταν το αρμολόγημα γινόταν με λάσπη. Συνήθως όμως η αρμολόγηση γινόταν με άμμο και ασβέστη, που την έπαιρναν από τις ασβεσταριές της Άρτας, που βρίσκονταν στο λόφο της Περάνθης κοντά στο ποτάμι και την άμμο από το ποτάμι.
Οι βοηθοί του πρωτομάστορα, τα τσιράκια δηλαδή, ετοίμαζαν τη λάσπη που τη μετέφεραν με το πηλοφόρι, την ειδική ξύλινη σκάφη που λεγόταν «γκόβατ», γι’ αυτό τους έλεγαν «γκοβατζήδες». Τον υπόλοιπο χρόνο έσπαγαν και κουβάλαγαν με τα ζώα πέτρες, ασβέστη, άμμο, αγκωνάρια και κατώφλια για πόρτες και παράθυρα. Δούλευαν στους χώρους της δουλειάς από την ανατολή μέχρι τη δύση, ποτέ χωρίς φαγητό, υπολογισμένο στο μεροκάματό τους (το ξίψωμα).
Πάνω από τις πόρτες και τα παράθυρα μπαίνουν τα πλακώματα, ξύλινα ή πέτρινα. Η χρονολογία κατασκευής χαράσσεται σε εμφανές σημείο και αποτελείται από ένα Σταυρό ή άλλα σχέδια. Το ωράριο εργασίας όλων ήταν εξαντλητικό, γι’ αυτό όλοι τους ήταν ξερακιανοί, αδύνατοι, ηλιοκαμένοι και σπαθάτοι…
Η μεγαλύτερη χαρά τους ήταν η τελευταία μέρα της δουλειάς τους δηλαδή το Σάββατο. Πως και πως περίμεναν το Σάββατο οι μάστοροι και τα τσιράκια να σχολάσουν και να πάρουν τον βδομαδιάτικο κόπο τους… «Σάββατο να’ ναι μάστορα κι ας είναι χίλιες ώρες»!
Οι περισσότεροι ήταν τελείως αγράμματοι, χωρίς την παραμικρή μηχανική και στατική γνώση. Δεν υπήρξαν απλώς μάστοροι, αλλά πρακτικοί μηχανικοί και αρχιτέκτονες δηλαδή δημιουργοί ανόθευτης και πηγαίας λαϊκής αρχιτεκτονικής παράδοσης. Δημιουργούσαν άλλοτε ξακουστά γεφύρια με παράτολμα τόξα, σκάλες, βρύσες, πλατείες, πέτρινες αυλές, όμορφες εκκλησίες με καλοπελεκημένες πέτρες, αγκωνάρια και αρχοντικά σφραγισμένα από την τέχνη τους που αποτελούσε συνέχεια της Βυζαντινής τέχνης στα χρόνια της Τουρκοκρατίας”. [Πηγή : ΣΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΤΑ ΓΥΡΙΣΜΑΤΑ, Γ. Κουτσούμπας, Αθήνα, 2004]
Μπορείτε να διαβάσετε και παλαιότερη ανάρτησή μας σχετικά στο λινκ https://doxesdespotatou.com/oi-koydaraioi/
Στη φωτογραφία ” Συνεργείο μαστόρων στην Άρτα”. (Η φωτογραφία είναι από τη συλλογή Κ.Β.)